Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία
Ο τροχός του χρόνου
Κάθε μεσονύχτι Πρωτοχρονιάς
ένας γεροδεμένος Σαρακηνός
δίνει κλώτσο στον τροχό.
(Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβρη του 2013 στο ΥΠΕΡ-Χ. Ένα διήγημα σαν παραμύθι που το εμπνεύστηκα από μια παλιά κρητική παράδοση. Από τότε που θεμελιώθηκε τούτος ο κόσμος οι άνθρωποι προσπαθούν να σταματήσουν τον χρόνο, να σταματήσουν κι αυτοί να γερνούν. Κι αν δεν τα κατάφεραν ως τώρα είναι γιατί δεν βρέθηκε κανείς να λευτερώσει το σκλάβο που γυρίζει κάθε Πρωτοχρονιά τον τροχό του χρόνου).
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ:
Ίδρωναν από αγωνία τα τρία γεροντάκια, ο Χαχλάς, ο Βρουχάρης κι ο Πατασμός. Επιτέλους, είχαν βρει τον τρόπο να νικήσουν τον χρόνο κι έπρεπε να βιαστούν! Ό,τι δεν είχαν καταφέρει όλες οι γενιές ανθρώπων, από το στερέωμα της πλάσης ως εκείνη τη μέρα, φάνηκε να το κρατούν στα χέρια τους: το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. Χάρη στην τύχη του Χαχλά είχαν μάθει τον δρόμο που θα τους έφερνε στην καρδιά του χρόνου. Άλλο, όμως, να ξέρει κανείς τον τρόπο κι άλλο να κάμει πράξη όσα λογαριάζει με το νου.
Περνούσε ο καιρός, είχαν πιάσει τα μεγάλα κρύα του χειμώνα, ο Δεκέμβρης είχε προχωρήσει, σίμωνε και πάλι Πρωτοχρονιά. Τα τρία γεροντάκια μελαγχολούσαν, δώδεκα μήνες είχε προσθέσει στις πλάτες τους ο χρόνος που κόντευε να τελειώσει· βάρος ασήκωτο! Επιτέλους, έπρεπε να βιαστούν. Το σκέφτηκαν, το ξανασκέφτηκαν, κατάλαβαν πως οι δυνάμεις τους δεν έφταναν για τούτη την αποκοτιά που είχαν στο νου τους, έπρεπε να βρουν άλλους, πιο νέους και πιο δυνατούς. Κι όχι πολλούς, ούτε στρατοί χρειάζονταν ούτε στόλοι, ένα καλό παλικάρι ήταν αρκετό, ένας άντρας ψυχωμένος και γοργοπόδαρος. Αυτός θα τους λέτρωνε από το χρόνο. Κι αυτόν τον έναν δεν άργησαν να τον βρουν. Καλύτερος από τον Σταυρή, τον πρωτογιό του Βρουχάρη, δεν υπήρχε. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα τον κάλεσαν στο σπίτι του πιο γέρου, του Πατασμού.
- Μεγάλη ευθύνη σε βαραίνει, παιδί μου. Εσένα διαλέξαμε, εσένα απ' όλους τους άντρες του κόσμου, για να κάμει τη μεγαλύτερη αποκοτιά που σκέφτηκε ποτέ ανθρώπου νους. Μέρες μακριά από δω, εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, είναι ένα μικρονήσι· σαν κάστρο μυστικό κείτεται στη μέση της θάλασσας. Κατοίκους δεν έχει, έρημα είναι όλα σε κείνη τη γη. Μόνο ένας άντρας μένει εκεί, ένας απελπισμένος Σαρακηνός. Σκλάβος είναι, σκλάβος στη δούλεψη του χρόνου. Τον έχει φυλακωμένο κι αγγαρεμένο για να γυρίζει τον τροχό του χρόνου. Θα τον δεις· μόλις διαβείς το τελευταίο βουνό της πλάσης, μόλις το διαβείς θα βρεθείς στο ακρογιάλι. Εκεί είναι κρυμμένη η βάρκα με τα κοκάλινα κουπιά. Θα τη δειςΔεν είναι δύσκολο να φτάσεις. Μα θέλει πόδια γερά, να καταπίνουν τα μίλια, να διαβαίνουν τα κορφοβούνια και να μην κουράζονται. Κι άλλοι πριν από σένα προσπάθησαν, μα δειλιάσανε και γύρισαν πίσω ντροπιασμένοι. Είσαι έτοιμος να κινήσεις;
Ξαφνιάστηκε το παλληκάρι. Τους κοίταζε, πότε τον ένα, πότε τον άλλο. Μα πιο πολύ κοίταζε τον πατέρα του, τον Βρουχάρη. Ο γέρος ήταν βουρκωμένος.
- Το λοιπόν, Σταυρή; Είσαι έτοιμος να κινήσεις;
Όσο δεν απαντούσε ο νέος, τόσο ίδρωναν οι γέροι από το ζόρι τους.
- Το λοιπόν, Σταυρή; Αύριο κιόλας να κινήσεις. Αύριο, παραμονή των Χριστουγέννων. Να είσαι εκεί ως τη νύχτα της Αρχιχρονιάς.
Από έναν ξενομπάτη το είχαν μάθει το μυστικό. Ήταν μια κρύα βραδιά του περασμένου χειμώνα, είχε ανοίξει ο Χαχλάς το παραθύρι του για να καμαρώσει τον κόσμο κι είδε έναν ξένο στην άλλη άκρα του δρόμου. Αδύναμος του φάνηκε. Λιανοπόδης και λειψανάβατος. Τον κάλεσε στο φτωχικό του, τον φίλεψε, έτσι όπως έκανε μ' όλους τους περασάρηδες. Του έδωσε καρέκλα να κάτσει, του άναψε φωτιά για να ζεσταθεί.
«Ποιος καλός άνεμος σε έφερε σε τούτα τα μέρη, ξένε;»
«Ο άνεμος της ελπίδας. Στην άκρα του κόσμου θέλω να πάω. Μα δεν βαστούνε τα κότσια μου και πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Βλέπεις, αμάθητος από κόπους είμαι, μοσχαναθρεμμένος. Σε χρυσά παλάτια με μεγάλωσαν οι γονέοι μου, δεν τον αντέχω το δρόμο...»
«Και τι γυρεύεις εσύ, νιός κι άμαθος, στην άκρα του κόσμου;»
«Για του κυρού μου το χατίρι».
Κουβέντα στην κουβέντα, ο ξένος ξεστόμισε το πιο μεγάλο μυστικό που είχε ως τότε ακούσει ανθρώπου αυτί: Στην άκρα της Ανατολής, εκεί που αρματώνεται κάθε πρωί ο ήλιος για να κάμει το γύρο τ' ουρανού, εκεί βρίσκεται ο τροχός του χρόνου.
«Όλα θα σου τα πω γιατί είσαι ανοιχτοχέρης, κι οι ανοιχτοχέρηδες αξίζει να ζούνε. Ο τροχός του χρόνου είναι μεγάλος· να, σαν τον μύλο που γυρίζει με το φύσημα του ανέμου, έτσι είναι κι αυτός. Μόνο που δεν περιμένει τον άνεμο να φυσήξει. Ένας Σαρακηνός στέκει πάνω σε μια πέτρα και τον γυρίζει. Κατάδικος είναι ο Σαρακηνός, τον έχουν ξορισμένο πάνω στην πέτρα του Χρόνου».
Στην αρχή δεν είχε καταλάβει καλά ο Χαχλάς. Κοίταξε τον ξένο με απορία, σαν παραμύθι του φαίνονταν όλα τούτα. Ακούς εκεί, ένας μαυροτσούκαλος Σαρακηνός να γυρίζει τον τροχό και να περνούν οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες; Το συλλογίστηκε καλά, γύρισε στον ξένο, χαμογέλασε.
«Καλό το μυστικό σου, ξένε. Όμορφο. Αλλά τι με νοιάζει εμένα; Ας τον γυρίζει όσο θέλει ο Σαρακηνός. Όποτε θέλει ας τον γυρίζει. Αυτουνού τα χέρια θα πονούνε από την κούραση».
«Σε νοιάζει κι εσένα, αφέντη μου. Όλους μας νοιάζει. Αν βρεθεί κανείς και λευτερώσει τον Σαρακηνό, θα πετρώσει ο χρόνος. Κανείς δεν θα γυρίζει πια τον τροχό του. Κι αν είσαι είκοσι χρονών παλληκάρι, θα μείνεις εικοσάρης για πάντα. Θα περνά ο καιρός κι εσύ θα βλέπεις το πρόσωπό σου να μένει λαμπερό σαν το τριαντάφυλλο. Ούτε ρυτίδα θα σκαφτεί στη μούρη σου ούτε άσπρη τρίχα θα φυτρώσει στα μαλλιά σου».
«Κι αν είμαι παραπάνω; Να, εξηνταπεντάρης, ας πούμε;»
«Εξηνταπεντάρης θα μείνεις, δεν θα γεράσεις, ούτε ανημποριά θα σε βρει ούτε Χάρος θα σου σιμώσει».
«Μα δεν είμαι ούτε εξηνταπεντάρης. Τα εβδομήντα περνώ.»
«Εκεί θα μείνεις. Εβδομηντάρης για πάντα. Ούτε ογδόντα ούτε ενενήντα. Γι' αυτό μ' έπεψε και μένα ο κύρης μου. Κατάκοιτος είναι, δεν του μένει πολύς καιρός ακόμη. Για να ζήσει έπρεπε να σταματήσω το χρόνο. Δεν τα κατάφερα. Μάτωσαν τα ποδάρια μου».
Το καλοσκέφτηκε ο Χαχλάς, έβγαλε τις καλύτερες πατανίες για να κοιμίσει εκείνο το βράδυ τον απρόσμενο μουσαφίρη· ούτε βασιλική κλίνη δεν πήγαινε μπροστά στα στρωσίδια που άπλωσε η Χαχλάδαινα για να τον ευχαριστήσει. Και το πρωί τα ίδια, περιποίηση αρχοντική· λουκουμάδες με μέλι, μυζηθρόπιτες, τηγανίτους, ό,τι καλύτερο είχε το σπιτικό το άπλωσε στο τραπέζι. Σαν τον είδε να σηκώνεται από το κλινάρι, του έγειρε με ασημένια λαήνα να νιφτεί, κάθισε δίπλα του κι άρχισε πρώτος την κουβέντα:
«Μα πες μου την αλήθεια, τι είναι τούτο με τον Σαρακηνό που μου διηγήθηκες ψες αργά; Κατάφερε κανείς να τον δει;»
«Και βέβαια. Πολλοί τον είδαν, μα κανείς δεν μπόρεσε να τον ελευθερώσει. Άλλος δεν μπορεί να το κάμει, άλλος δεν θέλει. Κλαίει ο κακομοίρης ο Σαρακηνός μόλις δει άνθρωπο να σιμώνει, μόλις αγναντέψει καράβι στο πέλαο της Ανατολής. Τίποτα. Φουρτουνιαμένη είναι συνέχεια η θάλασσα, δεν μπορεί να φύγει. Μόνο μια νύχτα το χρόνο γαληνεύει και γίνεται μπουνάτσα. Τη νύχτα που αλλάζει ο χρόνος. Τότε και μόνο τότε μπορεί να πάρει κανείς τη βάρκα και να πάει στο πέτρινο νησί. Θα τη δέσει στο μόλο, θα πάρει μαζί του τον Σαρακηνό και θα λυτρώσει το γένος των ανθρώπων». «Και δεν μπόρεσε κανείς μέχρι σήμερα να φτάσει στο πέτρινο νησί;»
«Μπόρεσε. Ένας λεβέντης εικοσιπέντε χρονών, χεροδύναμος. Επί τούτου είχε πάει. Πήρε τα κοκάλινα κουπιά, έφτασε στο νησί, το κοίταξε, σίμωσε κι ο Σαρακηνός. και κει που ήταν έτοιμος να λυτρώσει τους ανθρώπους από το βραχνά του χρόνου, γύρισε τη βάρκα κι έφυγε. Μετάνιωσε, για την αποκοτιά του».
Άφρισε από το κακό του ο Χαχλάς.
«Ε, τον κακοκέφαλο! ε, τον μπουνταλά! Μα, ένα πράμα δεν εκατάλαβα και σε παρακαλώ να μου το ξηγήσεις: ποτέ του δεν κοιμάται ο Σαρακηνός; Όλη μέρα κι όλη νύχτα στέκει ορθός και γυρίζει τον τροχό του χρόνου»;
«Κοιμάται, άνθρωπος είναι κι αυτός, πώς μπορεί να αντέξει χωρίς ύπνο; Κάθε νύχτα, τα μεσάνυχτα ακριβώς, δίνει κλώτσο του τροχού κι ο τροχός δεν σταματά ως το άλλο μεσονύχτι. Γέρνει κι ο σκλάβος στη στρωμνή του, κοιμάται, άλλοτε μαγερεύει, τρώει, όλη η μέρα είναι δική του· κι όλη η νύχτα».
«Κι αν αποθάνει ο Σαρακηνός;»
«Δύσκολο! Χιλιώ χρονώ είναι τώρα και φαίνεται νέος. Αλλά τι λέω; Όχι χιλιώ, παραπάνω. Εβδομήντα εφτά χιλιάδες χρόνους είναι εκεί, από τότε που έπλασε ο Θεός τον χρόνο. Λένε οι σοφοί πως ο παντοδύναμος χρόνος δεν χαρίστηκε σε άνθρωπο γεννημένο, μόνο σε τούτον τον Σαρακηνό. Δεν τον αφήνει να γεράσει. Όσο στέκουν τα βουνά, τόσο θα στέκει κι εκείνος, ποτέ δεν θα ποθάνει».
Κουβέντα στην κουβέντα ο ξένος τα μαρτύρησε όλα. Ποιο δρόμο θα πρέπει πάρει κανείς, ποια μονοπάτια θα διαβεί, πώς θα περάσει από της Τρίχας το Γιοφύρι, ποιο άστρο θα κοιτάζει για να μη χάσει το δρόμο· όλα τα είπε.
Την ίδια μέρα κιόλας ο Χαχλάς κάλεσε τους φίλους του. Πήγε ο Πατασμός κι ο Βρουχάρης, κάθισαν, συλλογίστηκαν, κουβέντιασαν, είπαν πως δεν είναι πρεπό να περιμένουν.
Σίμωναν Χριστούγεννα, λοιπόν, κόντευε ν' αλλάξει ο χρόνος.
«Πάνε τα εβδομήντα πέντε σου χρόνια, Χαχλά, τόσο είσαι κι ας κρύβεις τα πέντε. Εβδομήντα έξι χρονών θα είσαι σε λίγες μέρες, γεροντάκι κακόσειρο. Και του χρόνου εβδομήντα εφτά. Εβδομήντα εφτά βαρίδια θα βαρύνουν τα ποδάρια σου. Κι αν καταφέρομε το θαύμα, κι αν πετρώσει ο χρόνος, εσύ δεν θα προλάβεις να χαρείς, θα μείνεις χούφταλο εις τους αιώνας των αιώνων. Αθάνατος, αλλά γέρος. Κι αν πεις για τον κακομοίρη τον Πατασμό, αυτός θα την πλερώσει τη νύφη. Δεν θα αντέξει, τον πήραν για τα καλά τα γεράματα. Ομπρός λοιπόν, ας κουνηθούμε. Σήμερα κιόλας!»
Και τώρα, δώδεκα μήνες μετά το πέρασμα του ξένου, βρίσκονταν κι οι τρεις μπροστά στον Σταυρή. Τον καμάρωναν· ήταν ο πιο γεροδεμένος άντρας του καιρού του, ψηλός, με πλάτες φαρδιές και ποδάρια γερά. Στα πόδια του έπεσε ο Βρουχάρης.
- Κάμε το για μένα, παιδί μου Σταυρή. Άμα λευτερώσεις τον Σαρακηνό, θα έχεις για πάντα τον πατέρα σου, θα σου βόσκει τα πρόβατα, θα σου σπέρνει τα χωράφια, θα σου θερίζει, θα λέει παραμύθια στα παιδιά σου, θα μιλά για δράκους και νεράιδες, θα διηγάται και για τον δύστυχο τον Σαρακηνό που τον πιάσανε σκλάβο και τον βάλανε να γυρίζει τον τροχό του χρόνου. Δεν είναι λίγη η συντρομή που σου δίνω, γιε μου, δεν έχεις παράπονο, απίκο στη δούλεψή σου, δούλος σου είμαι, γιέ μου, μπιστικός. Αν τα ήξερα όλα τούτα τον καιρό της νιότης μου, δεν θα το σκεφτόμουν καθόλου. Καράβια θ' αρμάτωνα, σιδερένια πόδια θα έκανα, θα έπαιρνα τη νταμιτζάνα με τη ρακή και θα έστενα γλέντι τρικούβερτο με τον Σαρακηνό. Θα λευτέρωνα τον κακομοίρη τον σκλάβο από την αγγαρεία, θα λευτέρωνα και το γένος των ανθρώπων από τη σκλαβιά του χρόνου. Μα τώρα δεν μπορώ. Αυτές οι δουλειές είναι για τους νέους. Όχι για όλους τους νέους, μόνο για τους ψυχωμένους άντρες είναι. Να, σαν κι εσένα, Σταυρή!
Μπήκε στη μέση ο Χαχλάς:
- Ένα παράπονο έχω από τον Θεό, Σταυρή. Ότι δεν αξιώθηκε να μου δώσει έναν γιο σαν κι εσένα. Τρεις κόρες έκαμε η γυναίκα μου, τρία θηλυκά. Καλές είναι, δε λέω. Μα τούτες οι δουλειές θέλουν αντρίκια χέρια. Κι αντρίκια πόδια, δυνατά. Να, σαν τα δικά σου, Σταυρή.
Πήρε θάρρος ο Πατασμός, ο πιο γέρος της παρέας.
-Πατημένα τα έχω τα ογδοήντα οχτώ, σώθηκε το λάδι στο καντήλι μου. Κάμε το για μένα, ανίψι. Κάμε το για όλους τους γέρους του κόσμου. Κι όχι μόνο για τους σημερινούς γέρους, για τους αυριανούς και τους μεθαυριανούς κάμε το. Δηλαδή και για σένα! Κανείς δεν μένει νέος για πάντα. Άκου με κι εμένα το γέρο. Απόφαση θέλει τούτη η αποκοτιά. Κι αντρίκια καρδιά. Να, σαν τη δική σου, Σταυρή.
- Αφήστε με να το σκεφτώ, είπε ο Σταυρής. Κι έφυγε.
Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι μήνες, ήρθε πάλι ο Δεκέμβρης. Παραμονές της Πρωτοχρονιάς οι τρεις γέροι ξαναφώναξαν τον Σταυρή.
- Αφήστε με να το σκεφτώ, είπε πάλι. Κι έφυγε.
Τα ίδια και την άλλη χρονιά. Και την επόμενη. Και τη μεθεπόμενη. Μα τούτη τη φορά έλειπε από την παρέα ο Πατασμός.
- Δεν θα έρθει. Κατάκοιτος είναι πια, παιδί μου. Και παράγγειλε να σου πω να κάτσεις στα αυγά σου. Βαρέθηκε, λέει, να ζει. Δεν τη θέλει τη ζωή, θέλει να γυρίσει ο τροχός να έρθουν άλλοι στη θέση του. Πάει ο κακομοίρης ο Πατασμός. Αλλά, πες μου Σταυρή, γιατί δεν μας έκαμες τόσα χρόνια το χατίρι;
- Το εγγόνι σου φταίει, πατέρα. Την πρώτη φορά που μου το ζητήσατε, πήγα στο σπίτι μου συλλογισμένος. Έτοιμος ήμουν να κινήσω. Αλλά σαν πήγα να χαιρετήσω τον γιο μου, στάθηκα πάνω από την κούνια του, ήταν φασκιωμένος, κοιμόταν. Τον κοίταξα. Έμοιαζα χαρούμενος, σα να έβλεπε το καλύτερο όνειρο του κόσμου. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως τούτο το παιδί πρέπει να μεγαλώσει, να σταθεί στα πόδια του, να γίνει άντρας κι εκείνος. Τον λυπήθηκα να μείνει για πάντα φασκιωμένος.
- Τώρα, όμως, μεγάλωσε. Κοντεύει να πάει στο σκολειό. Και σου μοιάζει. Αγριμάκι είναι, σαν κι εσένα, Σταυρή. Τι περιμένεις, λοιπόν;
- Ναι, αλήθεια λες. Μεγάλωσε. Μα θέλω να μεγαλώσει κι άλλο. Σας είπα, να περιμένετε λίγο ακόμη, μπορείτε να περιμένετε. Ν' αντριέψει ο εγγονός σου, πατέρα. Κάμε υπομονή κι αυτό που θες να γίνει, θα γίνει!
***
Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι μήνες, πέρασαν τα χρόνια, άσπρισαν τα μαλλιά του Σταυρή.
Ανήμερα των Χριστουγέννων καθόταν στην παραστιά κι έβλεπε τα κάρβουνα να ανάβουν, να πυρώνουν, τα κοίταζε να χάνουν τη λάμψη τους και να γίνονται στάχτη. Δίπλα του καθόταν ο γιος του, μεγάλος πια.
- Άκου, παιδί μου, όταν ήμουν νέος σαν και σένα, με παρακάλεσε ο παππούς σου, ο γέρο Βρουχάρης, να πάω στην άκρα του κόσμου, εκεί είναι ένας σκλάβος Σαρακηνός και γυρίζει τον τροχό του χρόνου. Ήξερε ο μακαρίτης ο γέρος πως αν λευτερωθεί ο Σαρακηνός θα σταματήσει ο χρόνος να κυλά. Θα μείνει ακίνητος ο τροχός, θα σταματήσουν τα ρολόγια, θα σταματήσουν κι οι άνθρωποι να γερνούνε. Αν το έκανα τότε, αν τον λευτέρωνα τον Σαρακηνό, θα ήταν ακόμη ζωντανός ο παππούς σου. Μα δεν το έκαμα...
- Και τις ζητάς από μένα, πατέρα;
- Να κάμεις εσύ ό,τι δεν έκαμα εγώ. Εγώ θα σου ορμηνέψω το δρόμο, άλλος κανείς δεν τον κατέχει το δρόμο να φτάσει ως εκεί. Βλέπεις, γιέ μου, εγώ τα πάτησα κιόλας τα εξήντα, δεν μπορώ πια να καταπίνω τα μίλια, κουράζεται το κορμί, λυγίζουν τα γόνατα. Εσύ είσαι νέος ακόμη, παλληκάρι. Λέγε, λοιπόν, θα το κάμεις;
- Ναι, πατέρα, θα το κάμω. Μα όχι τώρα. Λέω να περιμένω ακόμη λίγα χρόνια να μεγαλώσει και το δικό μου παιδί, το δικό σου τ' αγγόνι, να γίνει άντρας κι εκείνο. Δεν είναι κρίμα να μείνει στον αιώνα τον άπαντα μέσα σε μια κούνια φασκιωμένο;
Έτσι γινόταν πάντα στη φαμίλια των Βρουχάρηδων. Πάντα ένας παππούς παρακαλούσε τον γιο του να κινήσει το πιο μακρινό ταξίδι, να φτάσει στην Ανατολή, να πετρώσει το χρόνο. Κι ένας εγγονός προσευχόταν στο όνειρό του να κυλήσει πιο γρήγορα ο τροχός μέχρι να μεστώσουν τα κόκαλά του, να γίνει άντρας κι εκείνος.
Διάβηκαν οι καιροί, πέρασαν τα χρόνια, αρίφνητες φορές γύρισε από τότε ο τροχός του χρόνου. Γέρασε κι ο εγγονός του Σταυρή, γέρασαν και τα δισέγγονά του. Και τα τρισέγγονα. Καρτέρει και καρτέρει, γενιά με τη γενιά, ξεχάστηκε το μεγάλο μυστικό, ξεχάστηκε κι ο δρόμος που κάποτε, μια φορά κι έναν καιρό που λένε και στα παραμύθια, είχε εμπιστευτεί ένας περασάρης στον Χαχλά, τον φίλο του γέρο Βρουχάρη.
Κι όσο για τον κακομοίρη τον Σαρακηνό, αυτός είναι πάντα σκλάβος, εξόριστος πάνω σ' ένα βράχο, εκεί στα μέρη της Ανατολής. Μόνος κι αγέραστος. Κανείς ως τώρα δεν βρέθηκε να τον λευτερώσει. Στέκει πάντα στην ούγια του κόσμου και γυρίζει ακατάπαυστα τον τροχό του χρόνου.
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ, Δεκέμβρης του 2013.