Η Βρύση της Μυρσίνης είναι το κέντρο του χωριού, συνιστά σημείο αναφοράς των κατοίκων και είναι συνδεδεμένο με τον παραδοσιακό πολεοδομικό ιστό του χωριού. Ο χώρος μπροστά από τη Βρύση θεωρείται πλατεία του χωριού και εκεί γίνονται οι χοροεσπερίδες, τα γαμήλια γλέντια κ.α.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα των ντόπιων όπως έχουν καταγραφεί σε τοπικού ενδιαφέροντος βιβλία, μέχρι το 1915 το νερό έβγαινε απευθείας από τη γη, όπως σε όλες τις πηγές. Υπήρχε μόνο ένα βαθούλωμα που γέμιζε νερό και από εκεί γεμίζαν οι άνθρωποι τα σταμνιά τους με ένα πετροκουνενό. Το νερό έφευγε από χωματένιο αγωγό και το χρησιμοποιούσαν για πότισμα των κήπων.
Το 1915 κατασκευάστηκε από κάποιο Συλλιγάρδο από την Τουρλωτή μία κρήνη.
Η πρόσοψη της διαμορφώθηκε επίπεδη με πελέκια από σκληρό ασβεστόλιθο τοποθετημένα με ισόδομο σύστημα, εξέχων γείσο με μορφή κορνίζας και γωνιόλιθους που εξέχουν ελαφρώς σχηματίζοντας παραστάδες. Σε αυτή τη φάση κατασκευάστηκαν χαμηλά επτά πέτρινες σκαλιστές γούρνες. Από την πρώτη έπιναν νερό τα ζώα ενώ οι υπόλοιπες αποτελούσαν το πλυσταριό του χωριού. Αργότερα η Κοινότητα απαγόρευσε το πλύσιμο εκεί και αφαίρεσε τις γούρνες-σκάφες. Άφησε μόνο την πρώτη που υπάρχει μέχρι σήμερα όπως και το πέτρινο πελεκητό κουτσουνάρι που έφερνε το νερό έξω από το κτιστό - κλειστό σπίτι της πηγής. Στο παράθυρο της κρήνης μέσα από το οποίο είναι ορατό το σπήλιο της πηγής τοποθετήθηκε κάποτε ξυλόγλυπτο καφασωτό λεπτής τέχνης.
Σε κάποιες περιπτώσεις το νερό της Βρύσης έχει λιγοστέψει εξαιτίας των περιορισμένων βροχοπτώσεων και εντέλει σε κάποιες περιπτώσεις έχει στερέψει τελείως.
Για τη Βρύση έχει γραφτεί ποίηση από το δάσκαλο Ν. Γαρεφαλάκη, τμήμα της οποίας έχει μελοποιηθεί και ηχογραφηθεί από τον Κωστή Μπραβάκη στο cd "
Η αγκαλιά της Μυρσίνης" και έχει τραγουδηθεί από το Ν.Παπάζογλου (αδισκογράφητη πρώτη εκτέλεση).
Από τα τρίσβαθα της γης κρύο νερό αναβλύζεις
χρόνους πολλούς, καιρούς πολλούς, ποτίζεις και δροσίζεις.
Ήρθαν κοπέλες λυγερές κι εσκύψανε μπροστά σου
και τα μαλλιά τους βρέξανε στα κρυσταλλόνερά σου
κι απλώσανε τα χέργια τους τα κρινοδαχτυλάτα
κι εδρόσισαν τα χείλη τους τα κόκκινα τ' αφράτα.
Δίπλα σου κάθισε ο ζευγάς ανάσα για να πάρει,
έσκυψε κι ήπιε ο κυνηγός από το κουτσουνάρι.
Ο γέρος σου 'δωκεν ευκές, σπολλατισμούς ο ξένος
και ο ξενύχτης γλεντιστής κι ο νιός ο ερωτευμένος.
Διαβάτης, ρούφηξα κι εγώ νερό απ' το νερό σου
κι εξέχασα τον τόπο μου κι επόμεινα δικός σου.
Ν. Γαρεφαλάκης 1954