Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΑΓΚΙΟΛΗΣ
Αναγνωρισμένος οπλαρχηγός επαρχίας Πυργιωτίσσης
Ο καπετάν Γαγκιόλης – Εμμανουήλ Σαριδάκης ήταν το πραγματικό του όνομα – γεννήθηκε στις Καμάρες Πυργιωτίσσης το 1860 ή 1861. Παιδί ακόμα έζησε την βιαιότερη περίοδο της τουρκοκρατίας στην Κρήτη, όσο και στην ιδιαίτερη πατρίδα του τις Καμάρες. Στην έκθεση των τουρκικών ωμοτήτων σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού για την επανάσταση του 1866 αναφέρεται ότι στις Καμάρες «Δώδεκα οικίας κατέκαυσαν, την δε εκκλησίαν της Παναγίας επυρπόλησαν, αφού εβεβήλωσαν». Παρόμοια γεγονότα εκτυλίχτηκαν και στους γειτονικούς οικισμούς, οι κάτοικοι των οποίων διατηρούν δεσμούς συγγένειας με τους Καμαριανούς: στη Γληγοριά «Οκτώ οικίας έκαυσαν, την εκκλησίαν Άγιος Αντώνιος βεβηλώσαντες απετέφρωσαν και το ευρεθέν πετραχήλιον του ιερέως εκρέμασαν εις βουν τινα τον οποίον περιέφερον εντός των αγορών της πόλεως Ηρακλείου», στο Μαγαρικάρι «Τριάκοντα οικίας έκαυσαν και την εκκλησίαν Αγίους Ασωμάτους εβεβήλωσαν πυρπολήσαντες τας εικόνας», στον Καλοχωραφίτη «έξ οικίας έκαυσαν, την δε εκκλησίαν Άγιος Γεώργιος επυρπόλησαν», στο Λαγωλιό «Δεκαπέντε οικίας έκαυσαν, την δε εκκλησίαν Άγιος Ιωάννης επυρπόλησαν», στα Βορίζα «εκ των 100 οικιών αίτινες ελεηλατήθησαν, τας 70 κατέκαυσαν, τα εν αυταίς 30 χιλ. γεννήματα απετέφρωσαν, Τας εκκλησίας Άγιος Γεώργιος και Θεοτόκος βεβηλώσαντες έκαυσαν….» Τα γεγονότα αυτά καιπιθανότατα οι καθημερινές αυθαιρεσίες και οι προκλήσεις των νιζάμηδων του κουλέ της Γραμένης είχαν διαμορφώσει τη στάση του Γαγκιόλη απέναντι στους Τούρκους.
Η στάση του απέναντί τους θα γίνει εχθρική μετά από ένα περιστατικό που τον αφορούσε προσωπικά. Ό ίδιος είχε μια αδελφή, παντρεμένη στον γειτονικό Πλάτανο Αμαρίου. Μια μέρα την επισκέφτηκε στο σπίτι της και την είδε να κλαίει. Στις πιεστικές ερωτήσεις του για τους λόγους που την έκαναν να κλαίει, του εκμυστηρεύτηκε ότι μπήκαν τούρκοι στο σπίτι της και την βρήκαν να υφαίνει. Την προκάλεσαν και επειδή δεν ενέδωσε, «της έκοψαν το φασίδι» (υφαντό), «την χάιδεψαν» και «της έκοψαν τα μαλλιά» οι δυο τελευταίες πράξεις βεβαίως άκρως ατιμωτικές. Όπως ήταν φυσικό ο Γαγκιόλης ταράχτηκε και αποφάσισε να εκδικηθεί.
Επειδή η προσβολή ήταν μεγάλη, όπως και η ανησυχία των δραστών, ένας τούρκος αγάς ανέλαβε να συναντηθεί με το Γαγκιόλη, για να συζητήσουν το πρόβλημα και να βρουν λύση. Η ανάγκη μεσιτείας από την πλευρά των Τούρκων δηλώνει ότι ο Εμμανουήλ Σαριδάκης τους ήταν ήδη γνωστός για τις ικανότητές του. Εξάλλου το παρωνύμιο Γαγκιόλης πιθανότατα προέρχεται από τα τουρκικά και σημαίνει «βιόλα» (λουλούδι), το οποίο ως παρωνύμιο που δίδεται σε ανθρώπους ικανούς, ατίθασους, ανυπόταχτους και πανούργους, απόδειξη του αδούλωτου χαρακτήρα του και των ικανοτήτων του να ξεφεύγει από τις ενέδρες των διωκτών του. Ο πληροφορητής μας αφηγείται ότι όταν «ο αγάς ανέβαινε από το Τυμπάκι στη Γληγοριά, ο Γαγκιόλης τον επερίμενε στο Μετόχι» (σ.σ. στον παλιό οικισμό της Γληγοριάς). «Πριν φτάξει ο αγάς στο χωριό, έχει ένα ν-αλώνι και του επιτέθηκε ο Γαγκιόλης και τον εσκότωσε»
Από τη χρονική στιγμή αυτή και μετά ο αγώνας εναντίον των Τούρκων θα γίνει στόχος και στάση ζωής. Ο ίδιος μαζί με τον Σκευαντώνη από τη Λοχριά Αμαρίου και τον Στυλιανό Λενακάκη ή Αλμπάτη ή Αλμπατοστελιανό από το Μαγαρικάρι συνέστησαν μια μικρή αντιστασιακή ομάδα, μια πατούλια, και έδρασαν στην περιοχή. Τα προβλήματα που δημιουργούσε στους νιζάμηδες της Γραμένης είναι πολλά και γι’ αυτούς μοναδικός, αλλά ταυτόχρονα μάταιος στόχος παρέμεινε για αρκετά χρόνια η σύλληψη και η εκτέλεσή του. Συμμετείχε σε όλες τις επαναστατικές κινήσεις της εποχής του και σε ηλικία σαράντα πέντε ετών έλαβε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, στο πλευρό του Ιωάννη Νταφώτη. Η συμμετοχή αυτή σε προχωρημένη ηλικία, αποδείχνει ότι εχθρική του στάση απέναντι στους Τούρκους δεν είχε το χαρακτήρα προσωπικής έχθρας, αλλά συνειδητής εμπέδωσης της ανάγκης ένοπλου αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Το τραγούδι του αναφέρει τη συμμετοχή του στις επαναστάσεις του 1884 και 1892. Το 1884 ο καπετάν Γαγκιόλης ήταν μόλις 24 χρόνων ενώ το 1892 ήταν 32 χρόνων. Οι χρονολογίες αυτές επιβεβαιώνουν τη σημείωση του Καμαριανού δασκάλου Φρογάκη Βασίλη για την πατούλια του καπετάν Γαγκιόλη ότι «και τα κοπέλια τους στο βουνό τα σάξανε, όταν η Γαγκιόλαινα και η Αλμπάταινα τους πήγαιναν τρόφιμα και τα ρούχα τους». Σύμφωνα με πληροφορίες απέκτησε 6 ή 7 παιδιά και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Γληγοριά, πιθανότατα μετά την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού του οικισμού.
Περισσότερα στοιχεία για την πολύπλευρη δράση του αντλούμε από την πολύστιχη ρίμα που συνέθεσε γι’ αυτόν ο γιος του Γεώργιος Σαριδάκης μετά το θάνατό του στις 23 Ιανουαρίου 1919. Το τραγούδι του καπετάν Γαγκιόλη σώθηκε ολόκληρο (;) από τον εγγονό του Εμμανουήλ Γεωργίου Σαριδάκη (Κιάκης), κάτοικος Κισσών, ο οποίος το 1988 σε ηλικία 73 ετών το κατέγραψε στο πίσω μέρος δυο διαφημιστικών ημερολογίων τοίχου ελαιοτριβείου και αντιγράφηκε από τις τρισέγγονές του Μαρίνα Ι. Σαριδάκη και Νίκη Σαριδάκη. Από την αρχική καταγραφή σώζεται με αρκετές φθορές, στα χέρια του τρισέγγονού του Εμμανουήλ Γεωργίου Σαριδάκη, κατοίκου Φανερωμένης, το χαρτόνι ενός μόνο ημερολογίου, που περιλαμβάνει το αρχικό τμήμα του τραγουδιού
Το τραγούδι, όπως και πολλές άλλες ιστορικές ρίμες, ξεκινά (στίχ. 1-6) και τελειώνει (στιχ. 87-99) με αναφορά στο θάνατο του καπετάν Γαγκιόλη την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 1919. Πρόκειται δηλαδή για μια θρηνητική ρίμα που στιχούργησε ο γιος του Γεώργιος Σαριδάκης (στίχ. 100-103), στο πλαίσιο της οποίας αναφέρονται τα ηρωικά κατορθώματα του πατέρα του. Το σωζόμενο χειρόγραφο δεν συνιστά στιχούργημα με ιδιαίτερες ποιητικές αξιώσεις. Είναι όμως σημαντικότατο για τις ιστορικές πληροφορίες που διασώζει για έναν άνθρωπο που έδωσε το δυναμικό παρόν στις προσκλήσεις και τις προκλήσεις της εποχής του. Συμμετείχε όχι μόνο σε όλες τις μεγάλες επαναστάσεις της εποχής του, αλλά και σε μικρούς τοπικής εμβέλειας ξεσηκωμούς και συγκρούσεις, για τις οποίες αιτία ήταν ο ίδιος και ο η επιθυμία των Τούρκων να τον συλλάβουν. Ολόκληρη τη ζωή του την πέρασε στην παρανομία και φυγοδικούσε, ενώ η ικανότητά του να ξεφεύγει από τις ενέδρες (μπροσκάδες) των Τούρκων έπλεξε γύρω από το όνομά του ένα μύθο παλικαριάς και γενναιότητας, κυρίως στους κατοίκους των επαρχιών Πυργιωτίσσης, Καινουργίου και Αμαρίου (στίχ. 85-86), η πρώτη φημισμένη για τους Καούνηδες και η τελευταία για του Αμπαδιώτες Τούρκους.
Το τραγούδι ξεκινά με τις επαναστάσεις του 1884 και 1892 (στίχ. 7-8). Επειδή οι χρονολογίες αυτές εντάσσονται στην πιο δύσκολη περίοδο της Κρητικής ιστορίας, αλλά δεν αναφέρονται σε γενικευμένες επαναστάσεις, πιθανότατα να αφορούν σε τοπικές εξεγέρσεις ή συγκρούσεις με το τουρκικό στρατιωτικό σώμα του κουλέ της Γραμένης, οι οποίες, αν κρίνουμε από το τραγούδι, ήταν πολλές. Οι συγκρούσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο των κρητικών εξεγέρσεων που ακολουθούν τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1878 και που θα αναγκάσουν το σουλτάνο να παραχωρήσει στους κρητικούς τη Σύμβαση της Χαλέπας. Λίγα χρόνια αργότερα η κατάσταση θα οξυνθεί πάλι και το νησί θα εισέρθει σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας του. Η αντιπαράθεση των δυο κομμάτων, των Ξυπόλητων και των Καραβανάδων, θα πάρει τέτοιες διαστάσεις μετά τις εκλογές νοθείας του 1888, που θα δώσουν την ευκαιρία στον σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ με το φιρμάνι της 17 Δεκεμβρίου 1889 να καταργήσει τη Σύμβαση της Χαλέπας και τα προνόμια που απέρρεαν από αυτήν για τους Κρήτες χριστιανούς υπηκόους του. Ο νέος Γενικός Διοικητής του νησιού Σακίρ πασάς επιβάλλει τον στρατιωτικό νόμο και οι συγκρούσεις των δυο θρησκευτικών ομάδων στο νησί είναι καθημερινές και έντονες. Πιθανότατα λοιπόν η δεύτερη χρονολογική αναφορά να αναφέρεται σε τοπικής εμβέλειας γεγονότα αυτής της περιόδου.
Η δολοφονία του Τούρκου αγά στο Μετόχι ήταν, πιθανότατα, η αφορμή να χαϊνέψει και να γίνει μόνιμος στόχος των τουρκικών αρχών της περιοχής. Οι νιζάμηδες επεχείρησαν πολλές φορές να τον συλλάβουν περικυκλώνοντας το σπίτι του στις Καμάρες (στίχ. 24-25). Σε μια από αυτές τις ενέδρες, για να το συλλάβουν, σκότωσε, όπως αναφέρει το τραγούδι, οκτώ ή εννιά τούρκους νιζάμηδες (στίχ. 26-33). Παρόμοια ενέδρα επαναλήφθηκε στα Διχαλοπόταμα (στίχ. 34-49), μια αγροτική περιοχή νοτίως των Καμαρών, στο σημερινό δρόμο Γληγοριάς – Καμαρών, στο μέσον περίπου της διαδρομής. Την άνοιξη του 1893 οι νιζάμηδες της Γραμένης είχαν πληροφορίες ότι η πατούλια του καπετάν Γαγκιόλη (Γαγκιόλης, Σκευαντώνης, Αλμπατοστελιανός) βρισκόταν στις Καμάρες σε μια βάφτιση, και αποφάσισαν να πάνε το βράδυ στο γλέντι, για να τους συλλάβουν. Οι τρεις αγωνιστές όμως ενημερώθηκαν από τους δικούς τους πληροφορητές για τις κινήσεις του τουρκικού αποσπάσματος και έστησαν μπροσκάδα στους τούρκους στρατιώτες στα Διχαλοπόταμα. Από τους επτά νιζάμηδες σκοτώθηκαν οι δυο και οι άλλοι το έβαλαν στα πόδια, για να σωθούν και να μεταφέρουν τα γεγονότα στον κουλέ της Γραμένης. Οι τρεις αγωνιστές επέστρεψαν στις Καμάρες προετοιμάζοντας τους κατοίκους για τα αντίποινα που θα ακολουθούσαν: λεηλασίες, κακοποιήσεις, εκφοβισμός. Τα σπίτια και των τριών, στη Γληγοριά, τη Λοχριά και το Μαγαρικάρι, κάηκαν για εκδίκηση. Από τότε η ελιά κάτω από την οποία έπεσαν νεκροί οι δυο νιζάμηδες, ονομάζεται Νιζαμοελιά. Για το περιστατικό καταγράφει από τους αφηγητές του ο Βασίλης Φρογάκης: «Και οι τρεις κρατούσανε κοντούς γκράδες, όπλα της εποχής που έπαιρναν μια σφαίρα….Κάμποση ώρα τους περίμεναν ταμπουρωμένοι πίσω από τα βράχια, δίπλα στον ποταμό. Ξέγνοιαστοι και ανυποψίαστοι ανέβαιναν οι νιζάμηδες και φτάξανε κοντά στο Γαγκιόλη. Σημάδεψε καλά τον πρώτο, που φαίνεται θα ‘ταν ο αρχηγός, και του ‘ριξε. Έπεσε κι έκλεισε το δρόμο στους άλλους, που τρομοκρατημένοι υποχώρησαν. Μια δεύτερη σφαίρα του Γαγκιόλη σώριασε και δεύτερο νιζάμη κάτω. Δυο τράβηξαν προς τη μεριά του Σκευαντώνη και του Αλμπάτη. Τους ρίξανε αλλά αστόχησαν, γιατί έτρεχαν (ενν. οι νιζάμηδες) σαν κυνηγημένα ελάφια μα και γιατί λοξοδρόμησαν στον ποταμό. Έτσι από τους επτά σκοτώθηκαν δύο και οι πέντε ξέχασαν τον προορισμό τους και γύρισαν στη Γραμένη με την ψυχή στο στόμα. Μέρες πολλές πέρασαν για να γυρίσουν οι Καμαριανοί στα σπίτια τους. Κρύβονταν μακριά στις γνώριμε σπηλιές τους φοβούμενοι τα αντίποινα…». Το τραγούδι, προφανώς ποιητική αδεία, αναφέρει ότι την ενέδρα στους τρεις αγωνιστές την έστησαν σαράντα νιζάμηδες, επιδιώκοντας είτε να τονίσει τον ηρωισμό τους είτε συγχέει την ενέδρα στα Διχαλοπόταμα με την απόπειρα των νιζάμηδων να συλλάβουν τον καπετάν Γαγκιόλη στο σπίτι του, οπού οι νεκροί ήταν περισσότεροι.
Η απρόσμενη έκβαση της μπροσκάδας προκάλεσε σύγχυση όχι μόνο στους νιζάμηδες της Γραμένης, αλλά και στο τουρκικό στοιχείο της Γληγοριάς, οι οποίοι, ενώ περίμεναν να δουν νεκρό τον καπετάν Γαγκιόλη, είδαν να μεταφέρονται νεκροί οι νιζάμηδες (στίχ. 46-49).
Μια τρίτη μπροσκάδα στήνουν επίλεκτοι Τούρκοι αγάδες στο Γαγκιόλη στην περιοχή του Λαγωλιού Πυργιωτίσσης (στιχ. 50-67). Από την ενέδρα αυτή ο καπετάν Γαγκιόλης όχι μόνο κατόρθωσε να ξεφύγει, αλλά καταδιώκοντας τους διώκτες του προς το γειτονικό Κλήμα, σκότωσε έναν απ’ αυτούς κοντά στον Κλημαθιανό ποταμό. Πιθανολογώ ότι το τοπωνύμιο στου Γατζόλη τ’ Αρμί, που χρησιμοποιείται σήμερα στο Λαγωλιό, προσδιορίζει το σημείο που εκτυλίχτηκε η συγκεκριμένη ενέδρα της ιστορικής ρίμας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πληροφορία ότι συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Νταφώτη (στίχ. 68-69), ο οποίος τον αναγνώρισε ως οπλαρχηγό (στιχ. 70). Η σπουδαιότητα αυτής της συνεργασίας έγκειται στο γεγονός ότι επεκτείνει τη δράση του καπετάν Γαγκιόλη έξω από τα τοπικά πλαίσια της Πυργιώτισσας και της γύρω περιοχής. Οι μάχες που έδωσε, σύμφωνα πάντα με το τραγούδι, με τον Ιωάννη Νταφώτη είναι δυο: μια στο Αρκαλοχώρι και μια δεύτερη στην Αχλάδα (στίχ. 71 και 75). Στην τελευταία μάλιστα συνελήφθη, μετά από προδοσία, τραυματισμένος και φυλακίστηκε, για δραπετεύσει αυθημερόν, δίνοντας την ευκαιρία και σε άλλους θανατοποινίτες να δραπετεύσουν. Ο «γηραλέος» καπετάν Γαγκιόλης - τότε ήταν 37 ετών – ανταποκρίθηκε επάξια στην αποστολή του και στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Η ιστορική έρευνα δεν έχει μέχρι σήμερα αναφερθεί σε πολεμικά γεγονότα στις συγκεκριμένες περιοχές, ούτε διασώζεται πλήρης κατάλογος των αγωνιστών του Νταφώτη. Σε κάθε περίπτωση όμως οι μάχες αυτές πρέπει να τοποθετηθούν χρονικά στο πλαίσιο της επανάστασης του 1897, της δράσης του Νταφώτη και του Τάγματος των Επιλέκτων Κρητών.
Παρά την απουσία άλλων ιστορικών αναφορών γι’ αυτές τις δυο συγκρούσεις, με βεβαιότητα εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο καπετάν Γαγκιόλης εντυπωσίασε με την αγωνιστικότητά του τον Νταφώτη, ο οποίος οκτώ χρόνια αργότερα, όταν συγκέντρωνε τους άνδρες του για να μεταβεί στη Μακεδονία, θυμήθηκε τον παλιό του συναγωνιστή και παρά την ηλικία του – τότε ήταν 45 ετών – τον συμπεριέλαβε στην ομάδα και μάλιστα με αξίωμα, αν λάβουμε υπόψη την αναμνηστική φωτογραφία της ομάδας και το διακριτικό σήμα στο πέτο του. Ο καπετάν Γαγκιόλης μαζί με το επίσης 45χρονο Ξυδάκη Γεώργιο (Ξυδογιώργης) από το Καστέλι Πεδιάδος ήταν οι γεροντότεροι της ομάδας. Στην πλειοψηφία τους οι υπόλοιποι αγωνιστές ήταν νέοι άντρες ηλικίας 20-27 ετών. Τα στοιχεία αυτά αντλούμε από τον κατάλογο που διατηρείται στο αρχείο του Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα από τα Άγραφα Ευρυτανίας, υπαρχηγού του Νταφώτη κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα
Στα στοιχεία που κρατήθηκαν για κάθε ένα από τα παλικάρια της ομάδας, δίπλα στο όνομα «Εμμανουήλ Σαριδάκης ή Γακιόλης», εκτός από τον τόπο καταγωγής, το δήμο, την επαρχία, το νομό, την ηλικία και την επαγγελματική ιδιότητα («Καμάρες, Ζαρού, Καινουργίου, Ηρακλείου, 45, γεωργός») αναφέρει: «Αναγνωρισμένος οπλαρχηγός επαρχίας Πυργιωτίσσης». Η επιμονή του καπετάν Γαγκιόλη στην ηλικία των 45 χρόνων να συνεχίζει τον ένοπλο αγώνα και η διάθεση αυτοθυσίας του, που τον οδηγεί σε αγώνες και εκτός Κρήτης, αποδείχνουν την αμετακίνητη θέση του στο στόχο του, που δεν ήταν άλλος από την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Είναι γνωστό ότι με πρωτοβουλία του Μακεδονικού Κομιτάτου συγκροτήθηκε ένοπλο σώμα με 85 κρητικούς εθελοντές με αρχηγό τον Ιωάννη Νταφώτη, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στη Βουλιαγμένη Αττικής, όπου και εκπαιδεύτηκαν. Την Μεγάλη Πέμπτη 14 Απρίλη του 1905 αναχώρησαν με ατμόπλοιο και αποβιβάστηκαν στον κόλπο του Στρυμόνα. Στις 25 του ίδιου μήνα έδωσαν μάχη στη θέση Τρεις Κάμποι στα Στεφανινά των Σερρών, όπου σκοτώθηκαν έξι εθελοντές και περίπου εβδομήντα Τούρκοι στρατιώτες. Η μεγαλύτερη μάχη της ομάδας Νταφώτη δόθηκε στις 2 του Μάη στην Ι. Μ. Αγίας Αναστασίας στη Χαλκιδική με περισσότερα θύματα και για τις δυο πλευρές. Έντεκα παλικάρια του σώματος των Κρητών θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή στα χώματα της Χαλκιδικής και περίπου 200 Τούρκοι στρατιώτες. Η ομάδα δυστυχώς θα αυτοδιαλυθεί, καθώς ο Μπουκουβάλας και ο Ξυδογιώργης θα αποσύρουν τις ομάδες τους και ο Νταφώτης θα παραμείνει με 45 άνδρες, ανάμεσά τους και ο πιστός συναγωνιστής του καπετάν Γαγκιόλης, απογοητευμένος «από την προδοσία, το φόβο και την απροθυμία του ντόπιου Ελληνικού πληθυσμού, την ασυνεννοησία, την έλλειψη οργάνωσης και τα λάθη των στρατιωτικών»
Αξιοσημείωτο πάντως παραμένει το γεγονός ότι ο γιος του στη ρίμα που συνέταξε για να τιμήσει τον πατέρα του, αποσιώπησε τη συμμετοχή του στον Μακεδονικό αγώνα, ούτε σήμερα οι απόγονοί του γνωρίζουν αυτή τη δράση, παρόλο που γνωρίζουν πολύ παλαιότερες. Για την ερμηνεία αυτής της αποσιώπησης μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, με ισχυρότερη εκείνη της απογοήτευσης που σίγουρα ένοιωθε ο καπετάν Γαγκιόλης για την έκβαση αυτής της προσπάθειας και γι’ αυτό πιθανότατα απέφευγε να αναφέρεται στο γεγονός.
Ο Γαγκιόλης πέθανε στη Γληγοριά στις 23 Ιανουαρίου 1919 σε ηλικία 59 ετών και κηδεύτηκε με τιμές αγωνιστή (στίχ. 92-96). Ενώ όμως η ζωή και οι σύγχρονοί του τον αντάμειψαν για τους αγώνες του, η ιστορική γραφίδα δεν ασχολήθηκε μέχρι σήμερα μ’ αυτόν και την πατούλια του. Μονάχα μια μονολεκτική ιστορική αναφορά μπόρεσε ο γράφων να εντοπίσει στις χιλιάδες σελίδες κρητικής ιστορίας που έχουν γραφεί. Γι’ αυτό και η μικρή τούτη εργασία ας αποτελέσει το σκαλί που θα οδηγήσει τον καπετάν Γαγκιόλη στο πάνθεον των επώνυμων ηρώων της Κρήτης και της Ελλάδας.
Η ομάδα του Ιωάννη Νταφώτη (ο τρίτος από δεξιά) στη Βουλιαγμένη, πριν αναχωρήσει για τη Μακεδονία. Ο καπετάν Γαγκιόλης είναι ο γενειοφόρος άνδρας που κάθεται δεξιά από τον Νταφώτη (ο τέταρτος γενειοφόρος άνδρας από δεξιά)
Το τραγούδι του καπετάν Γαγκιόλη
Κάθε πρωί με το ταχύ που βγαίνει το λουλούδι,
αφρουκαστείτε να σαςε πω λυπητερό τραγούδι,
τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε
κι εσείς που τον γνωρίζετε να κάθεστε να κλαίτε.
Γιατί ‘τονε αγωνιστής, γιατί ‘τον παλικάρι 5
και σ’ όλες τσ’ επάναστασες ήτονε στο ποδάρι.
Στα ογδοήντα τέσσερα και στα ενενήντα δύο
‘πανάσταση εσηκώθηκε κι είπε κι εγώ θα φύγω.
Φευγαδικός εγύριζε με κι άλλα παλικάρια,
στση Κρήτης όλα τα βουνά μέσα ‘ν’ αυτοί λιοντάρια. 10
Βουνά, λαγκάδια και κορφές ήταν η κατοικιά ν-του
κι ωσάν τον κλέφτη επήγαινε κι ήβλεπε τα παιδιά ν-του,
γιατί τον ‘κυνηγούσανε οι Τούρκοι νύχτα μέρα,
σαν το πουλί τως ήφευγε κι ήτρεχε στον αέρα.
Οι Τούρκοι κι οι νιζάμηδες τον κυνηγούσαν όλοι, 15
λένε: «Δεν θα τον πιάσομε εκείνο το Γαγκιόλη,
απού γυρίζει στα βουνά, ποτέ ν-του δε μερώνει».
Θέλουν να τονε πιάσουνε να ξεμολοηθούνε,
να δούνε την παλικαριά που ‘χει και την παινούνε.
Μ’ άδικα βασανίζουνται κι άδικο κόπο κάνουν, 20
εδώ κι εκεί γυρίζουνε, ποτέ δεν τονε πιάνουν.
Χωσές του κάμανε πολλές κι εβλέπανε το δρόμο,
να τονε πιάσουν ζωντανό εκείνο θένε μόνο.
Πόσες φορές στο σπίτι ν-του τον επερικυκλώσαν
να τονε πιάσουν ζωντανό, μα δεν το κατορθώσαν. 25
Εις τσι Καμάρες μια φορά πάνε και τονε πιάνουν
στο σπίτι μέσα ζωντανό και λένε είντα να κάμουν;
Γύρω τριγύρω στέκανε κι είχαν εφ’ όπλου λόγχη
κι επεριμένανε να βγει, να τωςε παραδώσει.
Μα εκειά που σχεδιάζανε κι εκάνανε τερτίπι 30
γκρεμίζεται, πλακώνει τζι κι οχτώ κι εννιά τσι ρίχτει.
Κι αμέσως τον εσφίξανε, βάνουντονε στη μέση,
κιανένας δεν επρόλαβε μια τουφεκιά να παίξει.
Και στα Διχαλοπόταμα του στέσανε μπροσκάδα
νιζάμηδες χωστήκανε περίπου ως σαράντα. 35
Δεν ήτανε αμοναχός, ήταν και δυο συντρόφοι
και ως εσιμώσανε κοντά, του λέν’ να παραδώσει.
-Γαγκιόλη, του φωνάζουνε τότες οι δυο συντρόφοι,
μας πιάσανε οι νιζάμηδες και κάμε εφ’ όπλου λόγχη.
Εφ’ όπλου λόγχη έκαμε και πιάνει μιτιρίζι 40
και τότες οι νιζάμηδες απού μπορεί να φύγει.
Όσοι εξεμπερδέψανε επήγανε στον Κούλε,
τ’ ασκέρι εξεμυγίστηκε φωνάζουν κι αγλακούνε
πως στα Διχαλοπόταμα σκοτώσαν το Γαγκιόλη,
οι Τούρκοι κι οι νιζάμηδες εκειά ‘γλακούσαν όλοι. 45
Αυτοί επεριμένανε με μια χαρά μεγάλη
πως το Γαγκιόλη επιάσανε στον Κούλε για να πάει.
Και όταν επροβέρνανε εις το τζαμί από πέρα
να δούνε τσι νιζάμηδες, όλοι οι Τούρκοι εκλαίγαν.
Και μια χωσά του κάμανε στο Λαγωλιό από κάτω, 50
να τονε πιάσουν ζωντανό, νομίζαν πως κοιμάτο.
Μέσα στσι σκίνους ήσανε χωσμένοι τουρκαλάδες
πεντ’, εξ, εφτά ξεδιαλεχτοί, όλοι μεγάλοι αγάδες.
Θάνατο δεν εδείλιασε, σιμώνει και τσι βρίσκει
και λέγει ν-τως σας έφερα γλήγορα το κανίσκι. 55
Και πάλι ξαναλέει τως:
Μπουρμάδες βάλτε τ’ άρματα λίγοι πολλοί κι αν είστε
και παλικάρια αντρίστικα πρέπει για να σταθείτε.
Και πάλι ξαναλέει τως:
Τουρκάδες, βάλτε τ’ άρματα κι έρχεται ο Γαγκιόλης,
καλά δεν τονε ξέρετε κι εδά θα ιδείτε όλοι.
Όλοι εσηκωθήκανε, τροχάδην τζιριτούνε 60
και προς το Κλήμα ετρέξανε, τον ποταμό περνούνε.
Το Μπέη αγά εσέρνανε, τους έκανε παρέα,
ετότες τον εσκότωσε το Μπέη αγά στο Κλήμα.
Οι Τούρκοι κι οι νιζάμηδες
τέθοια μεγάλη ταραχή ποτέ ντως δεν την πήρα. 65
Πάλι μας την κατάφερε εκείνος ο Γαγκιόλης,
μας έφυγε κι εβγήκενε απάνω εις τα όρη.
Και γηραλέος, πού ‘τανε, δεν τη ψηφά νιότη,
ανταρτικό εμάζεψε, πάει με το Νταφώτη.
Κι οπλαρχηγό τον έκαναν ετότες το Γαγκιόλη 70
και λέει τη δύναμη και την καρδιά σας όλη
τη μάχη θα την κάνομε εις το Αρκαλοχώρι.
Τη μάχη την εκάμανε ετότες εκειά πέρα,
γιατί είχανε οπλαρχηγό καλό κι εβγάλανε τα πέρα.
Και στην Αχλάδα μια φορά εκάμανε μια μάχη 75
εκείδα τον επιάσανε κι εφυλακή τον πάσι
Με προδοσά τον πιάσανε, γιατί ‘ταν τραυματίας,
στη φυλακή τον βάλανε μ’ οκάδες αλυσίδες.
Και αλυσίδες στο λαιμό τον ‘βάλαν να σηκώνει,
γιατί τον φοβηθήκανε εκείνο τον Γαγκιόλη. 80
Δεν εκαλοξημέρωσε, ο ήλιος να φωτίζει
κι ετρύπησε τη φυλακή αμέσως και πορίζει..
Πένετ’ εξ’ εφτά πορίσανε ετότες οι καημένοι
που ήτανε εις θάνατον και βαριοδικασμένοι.
Σε όλη την Πυργιώτισσα, Καινούργιο και Αμάρι 85
όλη η Τουρκιά τον έτρεμε, όντε ‘θελα προβάλει.
Εγέρασε, ησύχασε, κάθισε εις το σπίτι
και τελευταία πέθανε, ο κόσμος τον ‘λυπήθη.
Το 1919 επάνω
και μήνας Ιανουάριος είπε πως θα πεθάνω. 90
Ο μήνας είχε 23 και μέρα ήταν Πέμπτη
και η κηδεία έγινε καθώς όπως του πρέπει.
Ο αγρονόμος έφταξε μαζί μ’ αγροφυλάκους
στην εκκλησά ετρέχανετην ώρα που τον θάφτουν.
Τότες τους εδιέταξε στον Άδη όταν κατέβη, 95
-Παίξετε μπαταρία!
Τρεις μπαταρίες παίξανε, την ώρα που τον ‘θάψαν,
κανένας δεν επόμεινε μικροί μεγάλοι ‘κλάψαν.
Επόθανε, τον θάψανε, με μια τιμή μεγάλη
και τον εσυχωρέσανε όλοι μικροί μεγάλοι.
Κι αν ερωτάτε ποιος το ‘βγαλε αυτό το τραγουδάκι, 100
ο γιος του ο Γεώργιος Σαριδογαγκιολάκης
εκ του χωρίου Γληγοριά του Δήμου Τυμπακίου
της επαρχίας Πυργιωτής νομός του Ηρακλείου.