Η προδοσία του Ιούδα και τα ερωτήματα άν ήταν θύτης ή θύμα - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Η προδοσία του Ιούδα και τα ερωτήματα άν ήταν θύτης ή θύμα

Σπάνια μπαίνουμε στον κόπο να αναρωτηθούμε γιατί οδηγήθηκε στη μοιραία πράξη της προδοσίας. Μήπως υπήρχε κίνητρο κατά πολύ σημαντικότερο από τα 30 αργύρια. Επιστρατεύσαμε όλα τα μέσα για την αναζήτηση του «χαμένου» προσώπου του (τη θεολογία, τη λογοτεχνία, την ψυχολογία, τη φαντασία...) προσπαθώντας να απαντήσουμε στην ερώτηση: Ηταν τελικά θύμα ή θύτης;
«Είμ' ένας Δείπνος Μυστικός / Δίπλα ο Ιούδας κλαίει σκυφτός / κι είμ' αδελφόςτου» 
Νίκος Παπάζογλου

Η προδοσία του Ιούδα παραμένει μία από τις πιο αξιοπρόσεκτες και συνάμα ακατανόητες πράξεις που άφησαν ποτέ το στίγμα τους στην Ιστορία: Πώς είναι δυνατόν κάποιος που επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Ιησού ως ένας από τους δώδεκα μαθητές του, κάποιος που έχαιρε της φιλίας και εκτίμησης του Δασκάλου του και που μπορούσε, αν το είχε θελήσει, να εξασφαλίσει μιαν άσπιλη υστεροφημία, πώς είναι δυνατόν να παρέδωσε σε μαρτυρικό θάνατο τον Υιό του Θεού;
Οι τέσσερις Ευαγγελιστές
Οι τέσσερις Ευαγγελιστές μάς δίνουν ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπο του Ιούδα και ακόμη λιγότερες για τα σκοτεινά κίνητρά του, δυσκολεύοντας έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της μυστηριώδους αυτής προσωπικότητας. Παραθέτουν τα γεγονότα της θείας κλήσης, της προδοσίας και του θανάτου του, αλλά καμία λεπτομέρεια σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβησαν όλα αυτά ή σχετικά με τη μαθητική δράση του. Χαρακτηριστικό είναι ότι ποτέ δεν αναφέρεται το όνομά του χωρίς να γίνεται κάποια σύνδεση με την κατακριτέα πράξη του: στα Ευαγγέλια, που περιέχουν τη λίστα των μαθητών, ο Ιούδας είναι «εκείνος που επίσης Τον πρόδωσε».
Ακόμη και για το τέλος του δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία, όπως επισημαίνει ο κ. ΣάββαςΑγουρίδης, καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών: ο Ματθαίος μιλάει καθαρά για αυτοκτονία (και είναι ο μόνος Ευαγγελιστής που εξετάζει το θέμα αυτό), ενώ οι Πράξεις των Αποστόλων δεν ξεκαθαρίζουν με ποιο τρόπο έχασε τη ζωή του ο «προδότης». Ο μόνος που παρέχει περισσότερα στοιχεία είναι ο Ιωάννης: για παράδειγμα, μόνο αυτός αναφέρει ότι ο Ιούδας ήταν ο «ταμίας» των Αποστόλων. Ο Ιωάννης, σύμφωνα με τον κ. Αγουρίδη, «είναι πολύ πιο άγριος από τους υπόλοιπους και τον «μαυρίζει» με τα πιο σκούρα χρώματα ­ τον θεωρεί κλέφτη. Αλλά ένας κλέφτης δεν πετάει τα αργύρια και αυτοκτονεί».
Η κοινωνικοπολιτική ερμηνεία
Διάφοροι μελετητές, που ακολούθησαν τους Αποστόλους, εντόπισαν την αντιφατικότητα που εμπεριέχεται στην ετυμολογία του ονόματος του Ιούδα. Ετσι, από τη μια το «Ιούδας» αποδίδεται ως η ελληνική εκδοχή του «Judah», που στα εβραϊκά σημαίνει «επαινεμένος». Από την άλλη όμως το «Ισκαριώτης» μπορεί να σημαίνει (σύμφωνα με τον κ. ΠέτροΒασιλειάδη, καθηγητή της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης) «αυτός που κρατάει μαχαίρι ή ξίφος». Η τελευταία ανάλυση έχει αξιοποιηθεί από όσους θεολόγους ή ιστορικούς επεχείρησαν μια κοινωνικοπολιτική ερμηνεία της προδοσίας. Ο Ιούδας ­ ο μόνος από τους μαθητές που δεν ήταν Γαλιλαίος ­ ανήκε στο κίνημα των Ζηλωτών, που επεδίωκαν με κάθε τρόπο, ακόμη και με τη χρήση βίας, την ανατροπή της ρωμαϊκής κυριαρχίας στο Ισραήλ ­ με άλλα λόγια οραματίζονταν μια εθνική εξέγερση που δεν είχε απαραίτητα έναν πνευματικοθρησκευτικό χαρακτήρα.
Οταν ο Ιούδας διαπίστωσε ότι ο Δάσκαλός του, παρά τις χαρισματικές ικανότητές του, δεν ενδιαφερόταν για την απόκτηση της επίγειας εξουσίας, απογοητεύθηκε οικτρά και τον πρόδωσε στους εχθρούς του. Αυτή την εκδοχή ενστερνίζεται και η ταινία του ΦράνκοΤζεφιρέλι «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» (1977). Εκεί ο Ιούδας ομολογεί: «Είμαι μπερδεμένος. Πάντα πίστευα ότι η δράση, η πολιτική δράση, θα μπορούσε να λύσει όλα τα προβλήματα. Νόμιζα ότι αρκούσε να σκέφτεσαι και να δρας με ενάργεια, αλλά φοβάμαι ότι ο Δάσκαλος δεν συμφωνεί μαζί μου. Δεν έχει ανάγκη από τις ιδέες μου».
Το «αναγκαίο κακό»
Η προσπάθεια «υπεράσπισης» του «προδότη» ξεκίνησε, σύμφωνα με τον κ. Αγουρίδη, από τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του, όταν οι αντίπαλοι της χριστιανικής κοινότητας (Ιουδαίοι και Εθνικοί) χρησιμοποίησαν τη μορφή του Ιούδα ως επιχείρημα εναντίον του Χριστού: «Τι μας λέτε ότι είναι ο Μεσσίας όταν βρέθηκε ένας από τους επιστήθιους μαθητές του να τον προδώσει;». Μία από τις απαντήσεις που προέκυψαν ήταν εκείνη του «αναγκαίου κακού»: η προδοσία ήταν το πιο επονείδιστο των εγκλημάτων, η πιο απεχθής πράξη την οποία κανένας πιστός δεν θα δεχόταν να διαπράξει. Ετσι, επενέβη η θεία οικονομία και επέλεξε τον Ιούδα για να φέρει σε πέρας μια τέτοια απάνθρωπη αποστολή. Με αυτή τη λογική, η μοίρα του ως προδότη ήταν προκαθορισμένη και εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κουβαλήσει στις πλάτες του ένα τέτοιο εφιαλτικό βάρος. Με τη λογική αυτή επίσης, ο Ιούδας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μάρτυρες όλων των εποχών.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται αυτή την ερμηνεία, εφόσον θεωρεί ότι αναιρεί την αρχή της ελευθερίας της βούλησης, έναν από τους θεμελιώδεις λίθους της χριστιανικής πίστης: ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του και ο Ιούδας επέλεξε συνειδητά να προδώσει τον Δάσκαλό του. Ετσι, σύμφωνα με τον κ. Βασιλειάδη, μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής αντίληψης όπου τα πάντα είναι θέμα σχέσεων (και η σωτηρία του ανθρώπου έχει νόημα όταν νοείται μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο και όχι στο κενό), αυτή η ατομιστική πράξη δεν δικαιώνεται, γιατί δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά την ευρύτερη κοινωνία των ανθρώπων.
Οι τρεις εκδοχές του Μπόρχες
Προερχόμενος από έναν εντελώς διαφορετικό χώρο, ο αργεντινός συγγραφέας ΧόρχεΛούις Μπόρχες προσπάθησε να διερευνήσει με τον δικό του τρόπο την αινιγματική φυσιογνωμία του Ιούδα. Στο «Τρεις εκδοχές του Ιούδα», ένα δοκίμιο που περιέχεται στη συλλογή «Λαβύρινθοι», ο Μπόρχες (μέσα από το βλέμμα ενός θεολόγου) ξεκινάει εντοπίζοντας την έλλειψη ουσιαστικής αιτιολογίας για την ανάγκη προδοσίας του Χριστού: πόσο δύσκολο ήταν άραγε για τους εχθρούς του τελευταίου να εντοπίσουν ένα δημόσιο πρόσωπο που δίδασκε καθημερινά στη Συναγωγή και έκανε θαύματα μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους; Από την άλλη, δεν είναι δυνατόν η πράξη του Ιούδα ­ μια πράξη με τέτοια τρομακτική βαρύτητα ­ να έγινε τυχαία, χωρίς κάποιο βαθύτερο νόημα. Συνεπώς, πρέπει να αναζητήσουμε κάποια άλλα αίτια, που ενδεχομένως αποδειχθούν ανεξιχνίαστα και μείνουν για πάντα στη σφαίρα του μυστηρίου.
Η πρώτη απόπειρα του Μπόρχες είναι μια εμπνευσμένη παραλλαγή της εκδοχής του «αναγκαίου κακού» που εξετάσαμε προηγουμένως. Ο Ιούδας ήταν ο μόνος από τους μαθητές που είχε διαισθανθεί τη μυστική θεότητα και τον προορισμό του θεανθρώπου. Εφόσον ο τελευταίος είχε δεχθεί να πάρει σάρκα και οστά και να ζήσει ανάμεσά μας προκειμένου να εξυπηρετήσει τους μηχανισμούς της ανθρώπινης σωτηρίας, τότε το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς για χάρη του θα ήταν να ταπεινώσουμε αντίστοιχα (αν και όχι ισότιμα) τον εαυτό μας και να επωμισθούμε έναν εξευτελισμό που θα μας οδηγούσε στο «πυρ το εξώτερον». Το χαμηλότερο σημείο της κολάσεως είναι ο αντίποδας του υψηλότερου σημείου των ουρανών (όλα τα άκρα κάπου τέμνονται και, όπως έχει πει ο Γουίλιαμ Μπλέικ, «ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας») ­ και η κατάντια του Ιούδα αντικατοπτρίζει την αποθέωση του Υιού του Θεού.
Με μια παρόμοια λογική επιχειρείται από τον συγγραφέα και η επόμενη ερμηνεία. Θα ήταν λοιπόν απερίσκεπτο εκ μέρους μας να αποδώσουμε την πράξη ενός ανθρώπου ευνοημένου από τον Ιησού στην απληστία (εξάλλου τα τριάντα αργύρια είναι τόσο λίγα...). Ισως η απάντηση βρίσκεται και πάλι στο άλλο άκρο: το κίνητρο του Ιούδα ήταν ένας υπερβολικός, χωρίς όρια ασκητισμός. Ο ασκητής κακομεταχειρίζεται και ταπεινώνει τη σάρκα του για να δοξάσει τον Θεό του ­ ο Ιούδας έκανε το ίδιο με το πνεύμα του: απαρνήθηκε συνειδητά την τιμή, την ηθική και τη βασιλεία των ουρανών με τον ίδιο ­ και περισσότερο ­ ηρωικό τρόπο που άλλοι απαρνούνται τη σαρκική ηδονή. Πιστεύοντας ότι η ευτυχία ανήκει μόνο στο θείο και όχι στα ανθρώπινα, διάλεξε τη χειρότερη, την πιο κατάπτυστη από όλες τις αμαρτίες, δηλαδή την προδοσία.
Τέλος, αν αλλάξουμε το κέντρο βάρους της προσοχής μας και στρέψουμε το βλέμμα μας στον Ιησού, συνειδητοποιούμε ­ σύμφωνα πάντα με τον Μπόρχες ­ πόσο έξω θα πέφταμε αν θεωρούσαμε ότι ο Υιός του Θεού υπέφερε μόνο κατά τη διάρκεια των Παθών. Εφόσον ο τελευταίος πήρε οικειοθελώς την ανθρώπινη υπόσταση και εφόσον η θυσία του αυτή ήταν τέλεια, τότε είναι επόμενο να υποθέσουμε ότι διάλεξε την πιο επώδυνη δυνατή μοίρα, την πιο μειωτική ενσάρκωση του θείου: ο Ιησούς ­ που θα μπορούσε να επισκεφθεί την ανθρωπότητα με οποιαδήποτε μορφή είχε θελήσει, ως Πυθαγόρας ή ως Αλέξανδρος ή ως Αϊνστάιν ­ διάλεξε τη μορφή του Ιούδα. Με άλλα λόγια ­ κατά τον Μπόρχες ­ ο Ιησούς ήταν ο Ιούδας!
Μια «θεατρική» πράξη
Δεν χρειάζεται πολλή έρευνα για να καταλάβει κανείς ότι ο Ιούδας ­ στην αφηρημένη του μορφή ως «μοχλός» της σωτηρίας ­ δεν ήταν απαραίτητος για την ομαλή διεξαγωγή του Θείου Δράματος. Με άλλα λόγια, ο Ιούδας δεν άλλαξε τη ροή της Ιστορίας: ο Χριστός θα έβρισκε οπωσδήποτε κάποιο τρόπο να υποστεί τη μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή τον θάνατο. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί (π.χ. ο Μπόρχες) ότι ακόμη και στο πρακτικό επίπεδο ο Ιούδας δεν ήταν απαραίτητος για να καταδώσει ένα πρόσωπο τόσο δημόσιο και τόσο αναγνωρίσιμο ­ θα μπορούσε να είχε βρεθεί και κάποιος που δεν ανήκε στον στενό κύκλο των μαθητών.
Εδώ λοιπόν τίθεται ένα θέμα αισθητικής: η πράξη της προδοσίας είναι από τη φύση της μια από τις πιο «θεατρικές» πράξεις που διαδραματίζονται στο παρασκήνιο της ζωής μας. Διαθέτει όλα τα στοιχεία που συναντάμε στις δυνατότερες τραγωδίες: ίντριγκα, σκοτεινά κίνητρα, μεγάλα πάθη, υψηλές εντάσεις και ριζική ανακατάταξη των δεδομένων ­ μετά από μια προδοσία τα πράγματα δεν είναι ποτέ ξανά τα ίδια. Ισως, λοιπόν, ο Ιούδας να ήταν τελικά ο υπέρτατος εστέτ, ο διαβολικότερος σκηνοθέτης που προτίμησε να αμαυρώσει το όνομά του εις τον αιώνα των αιώνων και να παίξει ο ίδιος τον ρόλο του «κακού», προκειμένου να ενορχηστρώσει το μεγαλύτερο δράμα όλων των εποχών, ένα δράμα που θα κατείχε για πάντα την πιο αστραφτερή θέση στη φαντασία της ανθρωπότητας. Εξ ου και το φιλί, όταν θα μπορούσε να είχε προδώσει τον Δάσκαλό του με τόσους άλλους τρόπους.
Η σημασία της προδοσίας
Η προδοσία δεν υφίσταται, χάνει το νόημά της, όταν δεν προκύπτει μέσα σε μια συναισθηματικά φορτισμένη σχέση: με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να μιλάμε για προδοσία όταν δεν εμπλέκονται οι παράμετροι της αγάπης, της φιλίας ή του θαυμασμού. Και αυτό είναι που την κάνει ακόμη πιο συναρπαστική ­ πώς φθάνει κανείς να προδώσει έναν άνθρωπο με τον οποίο συνδέεται κατά τέτοιο τρόπο;
Σύμφωνα με τον κλινικό ψυχολόγο κ. Νίκο Μαυράκη, «η προδοσία ­ και κυρίως η προδοσία μέσα στην αγάπη ­ καταρρίπτει κάθε μύθο ενότητας του ανθρώπου γιατί κανείς δεν ξέρει από ποια μεριά πηγάζει η προδοσία, από τη μεριά της αγάπης ή από τη μεριά του μίσους. Και αυτό γιατί η προδοσία είναι πάθος: πάθος σημαίνει το τρίπτυχο αγάπη - μίσος - άγνοια. Οταν κανείς καταλαμβάνεται από πάθος, κάτι δεν ξέρει από αυτό που του συμβαίνει, κάτι δεν μπορεί να εξηγήσει με τη λογική».
Εκτός από πάθος όμως, η προδοσία είναι και «μια προσπάθεια να μειώσεις την αξία του άλλου». Γιατί θέλουμε να μειώσουμε την αξία του άλλου; «Γιατί την έχουμε γνωρίσει. Ο Ιούδας γνώρισε την αξία του Ιησού. Η μείωση της αξίας ισοδυναμεί με μείωση του χρέους που νιώθουμε ότι έχουμε απέναντι στον άλλον». Το χρέος αυτό είναι συμβολικό (τα τριάντα αργύρια): είναι αυτό που οφείλουμε σε αυτόν που έχει τη θέση του πατέρα. Οχι μόνο του «πατέρα - γεννήτορα» αλλά του «πατέρα - διαμεσολαβητή»: εκείνου που έρχεται να θέσει ένα νόμο, ένα όριο στην απόλαυση (π.χ. δεν θα απολαύσεις από τη μητέρα σου) και έτσι μας εισάγει στον χώρο της επιθυμίας: «Ο νόμος ορίζει την επιθυμία, η επιθυμία δεν είναι ποτέ απαλλαγμένη από τον νόμο, ακόμη και όταν πάει ενάντιά του».
Ο πατέρας, λοιπόν, μας βάζει κάποιο όριο, μας θέτει κάποιο νόμο και, συνεπώς, μας «εξανθρωπίζει», δηλαδή «μας βάζει στην ανθρώπινη τάξη». Αυτό, ο «εξανθρωπισμός», είναι και το χρέος μας προς εκείνον. Από τη mια του οφείλουμε ευγνωμοσύνη, από την άλλη όμως δεν του το συγχωρούμε ποτέ: «Να η έδρα του διχασμού που μπορεί να οδηγήσει στην προδοσία. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπαίνει σε μια (κοινωνική) δομή, θα υποστεί τη διαλεκτική του χρέους. Από εκεί και πέρα δεν υφίσταται θέμα επιλογής, αλλά μόνο αντιμετώπισης: άλλος θα την αποδιώξει, άλλος θα επαναστατήσει και άλλος θα υποταχθεί σε αυτό».
Αρα και η προδοσία είναι ένα είδος επανάστασης απέναντι στο χρέος αυτό ­ μια προσπάθεια αποβολής της δέσμευσης, μια προσπάθεια αποδέσμευσης από εκείνον που αντιπροσωπεύει το χρέος, από εκείνον που μας κρατάει «δέσμιους». Ο Ιούδας, λοιπόν, πρόδωσε τον Ιησού - φορέα του χρέους γιατί (κατά τον κ. Μαυράκη) «ήθελε να απεξαρτηθεί από τη δυσβάσταχτη αγάπη του, προσπαθώντας να τον πλήξει στο πιο κεντρικό σημείο του "είναι" του». Στην περίπτωση του Ιούδα, η κριτική προς τον «πατέρα» πήρε τη μορφή μιας ακραίας πράξης: η προδοσία ήταν ένα «acting out».
Οσον αφορά την πράξη αυτή καθεαυτή, λέει ο κ. Μαυράκης, «έχει ένα μέρος "ανόητο". Αλλο η ευθύνη της πράξης και άλλο το νόημα της πράξης: την ευθύνη την έχει το υποκείμενο, όμως το νόημα ανήκει στο σύνολο των ανθρώπων, ξεπερνάει το υποκείμενο». Ο Ιούδας έφερε την ευθύνη της πράξης του, όμως όχι το νόημα ­ γι' αυτό και αυτοκτόνησε.
Ο στιγματισμός
Δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα ο Ιούδας φέρει ακόμη το στίγμα του «προδότη». Πρόκειται για μια αβασάνιστη απλούστευση, που όμως είναι δικαιολογημένη, σύμφωνα με τον κ. Βασιλειάδη: «Η Εκκλησία έδωσε έμφαση στην προδοσία, αλλά η προσωπικότητα του Ιούδα είναι σαφώς πολυπλοκότερη ­ ίσως έχει να κάνει με ένα διαφορετικό όραμα από εκείνο του Χριστού. Αυτό που ενδιέφερε την Εκκλησία ήταν να εξετάσει το υπαρξιακό πρόβλημα της σωτηρίας του ανθρώπου (δηλαδή πώς μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος). Για τον λόγο αυτό έδωσε έμφαση στο κεντρικό πρόσωπο, που δεν ήταν άλλο από τον Ιησού, τον Υιό και Λόγο του Θεού. Ολα τα άλλα πρόσωπα του κύκλου του ερμηνεύθηκαν μέσα από αυτή την οπτική γωνία, μέσα από το πρίσμα της σχέσης τους με το κεντρικό πρόσωπο και όχι αυτά καθεαυτά».
Ισως είναι επικίνδυνο να ερμηνεύουμε πρόσωπα και πράγματα, όταν βρισκόμαστε σε τόσο μεγάλη απόσταση από αυτά. Η πράξη όμως και η προσωπικότητα του Ιούδα υπερβαίνουν τα οποιαδήποτε χωροχρονικά πλαίσια και φθάνουν σε μας φορτωμένα υποσχέσεις, προκλήσεις και απειλές. Δεν έχει σημασία ποια εκδοχή είναι η πιο σωστή ­ σημασία έχει να κάνουμε αυτό το φανταστικό ταξίδι που θα μας επιτρέψει να γνωρίσουμε τον δικό μας Ιούδα, τον Ιούδα που είναι δίπλα μας και μας προδίδει αυτή τη στιγμή, τον Ιούδα που κρύβεται μέσα μας και καιροφυλακτεί...



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ



Post Top Ad

.............