Το Λαογραφικό Μουσείο του Μοχού, ενός παραδοσιακού χωριού του δήμου Χερσονήσου άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό δίνοντας την δυνατότητα στον επισκέπτη να ξεναγηθεί μέσα απο μια μοναδική έκθεση - συλλογή αναμνήσεων, μιας εποχής που πέρασε στο παρελθόν αλλά δεν ξεχάστηκε. με αντικείμενα κειμήλια,
όπου εκτίθενται με διάφορα εργαλεία παραδοσιακών επαγγελμάτων. αλλά και με μια μικρογραφία του παραδοσιακό Κρητικού σπιτιού.
Η δημιουργία του μουσείου είναι μια προσπάθεια του πολιτιστικού συλλόγου όπου και έχει την διαχείριση, αλλά και ευρύτερα όλων των χωριανών όπου και στήριξαν την ιδέα.
Είναι ανοικτό στο κοινό και πλέον θεωρείτε ώς άλλος ένας λόγος επίσκεψης στο χωριό.
Σπάνιο φωτογραφικό υλικό, έγγραφα προσωπικά αλλά και κοινοτικά εργαλεία διαφόρων επαγγελματικών κλαδων που στο πέρασμα των χρόνων τα περισσότερα χάθηκαν ή απορροφήθηκαν απο την εξέλιξη και και την τεχνολογία.
Η Κρήτη βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι ηπείρων και πολιτισμών. Η ιστορία της και ο πολιτισμός της αποτέλεσαν και αποτελούν αντικείμενο έρευνας και μελέτης.
Ο Κρητικός, πάντα καλόκαρδος, ειρηνικός και χαρούμενος, ζει σ’ ένα ολότελα δικό του κόσμο.
Αρέσκεται στο χορό και το τραγούδι και κάτω από τον ήχο της λύρας τραγουδά γλυκά τις χαρές και τις πίκρες της ζωής, τους πόθους και τα όνειρά του.
Έχοντας πάντα στο νου μας αυτήν την ευθύνη, προσπαθούμε να συνεχίσουμε τις προσπάθειες και το έργο όλων εκείνων που το 1976 αποφάσισαν να ιδρύσουν τον Πολιτιστικό και Λαογραφικό Σύλλογο Μοχού «Η ΠΡΟΟΔΟΣ».
Από τότε έως και σήμερα, εκατοντάδες ανθρώπων συμμετέχουμε ενεργά στην «ΠΡΟΟΔΟ». Προσπαθούμε να διατηρήσουμε και να αναδείξουμε την σημαντική και πολύτιμη παράδοση του Μοχού και της Σταλίδας, να ευαισθητοποιήσουμε την τοπική και ευρύτερη κοινωνία, να ενημερώσουμε, να προάγουμε ενδιαφέροντα, να ψυχαγωγήσουμε.
Τα φυσικά αρχιτεκτονικά και κοινωνικά στοιχεία του χωριού, η Πλατέα, τα Σοκάκια, το Νεκροταφείο, το Κοιμητήρι, τα Καφενεία, οι Εκκλησίες και οι Γειτονιές, συναποτελούνε με τους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτό ένα αδιαίρετο σύνολο και βρίσκονται σε οργανική κυκλοφορία μεταξύ τους. Μα και το κάθε πρόσωπο είναι έκτυπο και ζωντανό και η μορφή μας γίνεται οικεία με λίγες φράσεις. Οι μορφές δεν είναι ξεκομμένες, αλλά άνθρωποι με προσωπικά πάθη, στοχασμούς και περιπέτειες, είναι όμως συγχρόνως και όλοι οι χωριανοί λουσμένοι στην ανάσα και το χρώμα του χωριού, ποτισμένοι με τον αέρα και το νερό του το λίγο, έτσι που δεν μας έρχεται στο μυαλό να τους μεταφυτέψουμε αλλού. Σ’ αυτό το χωριό έχουμε γευτεί την απέριττη κι αρχοντική καλοσύνη των γέρων ανθρώπων του όπου όλοι τους, οι περισσότεροι γεωργοί μα και οι τεχνίτες, ραφτάδες, πεταλωτήδες, μαραγκοί, σωμαράδες, τσαγκάρηδες, ακτινοβολούσαν την ίδια μυστική αρμονία και πραότητα της έρημης ζωής στην κλειστή κοινωνία του.