O Αλκιβιάδης Σκουλάς ο επονομαζόμενος Γρυλιός, είναι ένας γνήσιος λαϊκός καλλιτέχνης που ξεκίνησε να ζωγραφίζει και να λαξεύει την πέτρα και το ξύλο σε πολύ μεγάλη ηλικία. Οι δημιουργίες του όπως και όλων των λαϊκών καλλιτεχνών αντλούν τα θέματα τους από τον πολιτισμικό και φυσικό περίγυρο του τόπου του.
Ήταν από τις μορφές της Κρήτης, γιος ενός άλλου θρύλου, του Γρυλιού. Ο Μίχαλος Σκουλάς πρωτότοκος γιος του Γρυλιού και αδερφός του καλλιτέχνη Βασίλη Σκουλά έφυγε από τη ζωή. Διατηρούσε το θρυλικό καφενείο στο Περαχώρι των Ανωγείων. Αγαπημένο στέκι παλιών και νέων ανωγειανών μερακλήδων. Μάλιστα το καφενείο αυτό είχε συμπεριληφθεί στα "θρυλικά καφενεία της Ελλάδας
Να 'σουνα, φιλάρα, στον καφενέ του Κόττα, τη δεκαετία του '80, να δεις μεγαλεία...» ξεκινά τη συζήτηση ένας παλιός θαμώνας του μαγαζιού, «...να 'βλεπες λιμουζίνες, κούρσες εξάπορτες να στριμώχνονται μέσα στα Γύφτικα, ανάμεσα στα χαμόσπιτα. Να 'βλεπες τον Ιόλα, με το γουνάκι του να καθαρίζει το χώμα του δαπέδου για να χορέψει ο Τσαρούχης ζεϊμπέκικο. Κι όταν έβρεχε, το έδαφος λάσπωνε και ρίχναμε πριονίδι... Οι χορευτές... τα μπατζάκια τους γέμιζαν πριονίδι... οπόταν, αν πήγαιναν μετά από δω σε άλλα κέντρα, το πριονίδι τούς πρόδιδε – είχαν περάσει από του Κόττα».
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να έχει μια τεράστια παραγωγή έργων πολλά από τα οποία εκτίθενται στο μικρό Μουσείο Γρυλιού που δημιούργησε ο ίδιος δίπλα στο σπίτι του στο Περαχώρι. Για τη σημασία και αξία του έργου του, αναφέρει σε σχετικό άρθρο - μελέτη του ο αρχαιολόγος Νίκος Μιχελάκης:
"...Το λαϊκό, πέρα απ' την αναγωγή του σε κάτι εθνικό και χαριτωμένο, αποτελεί την πιο αυθόρμητη και καθαρή πράξη δημιουργίας και εντάσσεται στην μακροχρόνια πορεία του ανθρώπου να προσεγγίσει τον εαυτό του και τη φύση. Η γλυπτική ταυτότητα του Γρυλιού μπορεί να εντοπιστεί στα Αφρικανικά τοτέμ ή την μικρογλυπτική των Εσκιμώων, εν τέλη σε κάθε γνήσια λαϊκή καλλιτεχνική πράξη, όπως αυτή εμφανίζεται με άλλες εκφάνσεις σε διαφορετικές κουλτούρες. Η γλυπτική του δε διαθέτει τόσα και τέτοια εκφραστικά μέσα, πρωτότυπα και αναπλαστικά στη σύγχρονη τέχνη, που εντάσσεται σ' αυτή χωρίς ουσιαστικά να έχει καμία σχέση.
Τα στοιχεία της φύσης παρουσιάζονται όπως τα φαντάζεται ο καλλιτέχνης να είναι, όπως τα ζητάει η ψυχή του, όπως δυνητικά για κείνον θα μπορούσαν να είναι. Ο άνθρωπος μέσα από τα έργα αυτά, σένα κόσμο μηχανικό και βιομηχανοποιημένο επαναπροσδιορίζεται, τοποθετείται στη θέση που του οφείλεται, ταυτοποιείται με τη φύση...
Η καλλιτεχνική παρόρμηση του Γρυλιού τόσο σε ότι αφορά στη μορφή και στη φόρμα, όσο και στην έμπνευση και στην καλλιτεχνική δημιουργία ανακαλεί αρχετυπικές διαδικασίες. Τα έργα του παραπέμπουν στην αρχέγονη εκείνη εμπειρία που δοκίμασε ο πρώτος γλύπτης ενός τοτέμ, ενός κυκλαδικού ειδωλίου ή ενός κούρου. Με την κίνηση του να χαράζει πάνω σε μια πέτρα ή ένα ξύλο μία μορφή, ένα σχήμα, εξέφρασε τη βαθύτερη σκέψη του για τον κόσμο και τη φύση, προσδιόρισε το φόβο του για να τον ξορκίσει ή να τον λατρέψει.
Αν για τον Αφρικανό το ξύλο ήταν η φυγή του στο αδιέξοδο της σκέψης και των φόβων του για τις δυνάμεις της φύσης, ο προβληματισμός του Γρυλιού βρίσκεται στους στίχους που χάραζε πάνω σε μια πέτρα:
"ΦΕΒΓΩ ΑΦΙΝΟ ΠΙΣΟ ΜΟΥ ΕΡΓΟ ΝΑ ΜΕ ΘΙΜΙΖΙΣΑΥΤΗ ΤΗ ΦΤΕΧΤΡΑ ΤΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΠΙΣΩ ΔΕ ΓΥΡΙΖΕΙ".
Η ασυνέχεια της ανθρώπινης ύπαρξης και η αδυναμία της να αντισταθεί στη φθορά αποτέλεσαν το έναυσμα για να αρχίσει να χαράζει την πέτρα και το ξύλο κι αργότερα στους πίνακες του αγαπημένα πρόσωπα, εμπειρίες, κομμάτια της ζωής του που ζουν και υπάρχουν πια μόνο στην μνήμη του.
Τόσο στη γλυπτική όσο και στη ζωγραφική του δημιουργεί ένα προσωπικό όραμα όπου ο φυσικός χώρος αποτελεί το πλαίσιο των πνευματικών και πλαστικών του αναζητήσεων. Η ανθρώπινη φιγούρα του διατηρεί τον λαϊκό της χαρακτήρα. Η λιτότητα και η αφαίρεση σαν οι βασικές πλαστικές του πεποιθήσεις διέπουν καθολοκληρία το έργο του, δηλώνοντας αυτόματα την πρόθεση του να μην αποδώσει την πραγματικότητα όπως πρακτικά βιώνεται, αλλά στη δομική της αλήθεια, όπως την ατενίζει η ψυχή μέσα στην κοσμική τάξη.
Ο Γρυλιός ξεκινώντας από την γλυπτική ήθελε να κάνει κάτι ηρωικό και μεγάλο όπως η τέχνη των Μουσείων. Γι' αυτό και ο ρεαλισμός του είναι γεμάτος μεγαλοσύνη και ηρωισμό. Η τέχνη του είναι βαθύτατα Ελληνική αλλά και παγκόσμια. Γιατί η ελληνική τέχνη είναι πάνω απ' όλα τέχνη της αφής. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η καθαρότητα και η απλότητα των χρωμάτων, των σχημάτων, των μορφών που πηγάζουν από το φως του ελληνικού τοπίου...
Ό,τι χαρακτηρίζει τη ζωγραφική του, όπως και κάθε γνήσια λαϊκή τέχνη, είναι η διαύγεια των χρωμάτων και της σκέψης του, η ακριβολογία, η αντιμιμητική ερμηνεία του κόσμου και η συνθετική ιδιοτυπία ανάλογα με τα συναισθηματικά δεδομένα. Στη θεματολογία του στρέφεται στο φυσικό χώρο που έζησε και ζει και δημιουργεί θέματα με τις καθημερινές αγροτικές και άλλες ασχολίες του χωριού, προσωπικά βιώματα, γεγονότα της εποχής των Γερμανών και της ιστορίας του χωριού του και γενικά θέματα από τον περιβάλλοντα φυσικό χώρο.
Στους πίνακες με ιστορικά θέματα απομακρύνεται από αυτά, τοποθετείται έξω από τη δράση και μετατοπίζει το πραγματικό σημείο δράσης, ώστε να σκιαγραφεί και τη δική του παρουσία. Ο τόπος και ο χρόνος γίνονται στοιχεία μυθικά και μέσα στο πλαίσιο αυτό η αφήγηση τέτοιων γεγονότων γίνεται βάση σκέψης και συναισθηματικής αξιολόγησης. Η ιστορική πραγματικότητα δρα μέσα στη ζωγραφική αλλά πολύ μακρύτερα από αυτό που περιγράφεται...
Άλλα θέματα του είναι σκηνές από την καθημερινή ζωή, τοπογραφία του χωριού του, τα Ανώγεια, η οικογένεια του και η κρητική φύση με πρωταγωνιστή πάντα τον Ψηλορείτη. Όπως και στο Θεόφιλο η έμφαση του στην εθνική στολή καθοδηγεί την ένταξη του έργου του μέσα στον εθνικό μύθο..."
(Από το λεύκωμα « Ανώγεια, η γη του μύθου και του ονείρου»)
http://www.anogeia.gr/