Το κάστρο του Τεμένους ή του Νικηφόρου Φωκά, όπως ονομάστηκε στους νεώτερους χρόνους, είναι το πιο σημαντικό Βυζαντινό μνημείο στην Κρήτη. Βρίσκεται σε ένα λόφο 16 χιλιόμετρα νοτιότερα από το Ηράκλειο κοντά στο χωριό Προφήτης Ηλίας.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το φρούριο βρίσκεται στο δίκορφο ύψωμα Ρόκκα νότια από τον Προφήτη Ηλία. Στη Ρόκκα υπάρχουν ίχνη ακρόπολης της αρχαίας πόλης Λύκαστος που μνημονεύεται από τον Όμηρο.
Ο λόφος έχει απόκρημνες πλευρές και δεσπόζει στην ενδοχώρα του Ηρακλείου, σε σημείο που δεν είναι ορατό από τη θάλασαα καθόσον την εποχή που κτίστηκε η μεγαλύτερη απειλή ήταν οι επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών που, σημειωτέον, μόλις είχαν εκδιωχθεί από την Κρήτη.
Επίσης, στο ύψωμα υπήρχε φυσική πηγή νερού, με την οποία τροφοδοτούνταν η κρήνη Φουντάνα, που βρισκόταν μέσα στο φρούριο.
Το Όνομα του Κάστρου
Το φρούριο μνημονεύεται από τις πηγές και σαν φρούριο Ρόκκας από την παλιά ονομασία του λόφου. Όταν ιδρύθηκε η καστροπολιτεία από τον Φωκά ονομάστηκε Τέμενος. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν Κανλί Καστέλι, που σημαίνει «ματωμένο κάστρο» εξαιτίας των πολλών Τούρκων που είχαν σκοτωθεί εκεί στον Ενετουρκικό πόλεμο. Στα νεώτερα χρόνια επικράτησε η ονομασία Φρούριο Νικηφόρου Φωκά ενώ μερικές φορές αναφέρεται και σαν φρούριο του Προφήτη Ηλία.
Ιστορία
Πρόκειται για μια καστροπολιτεία που ιδρύθηκε το 961 μ.Χ. από τον ίδιο τον Νικηφόρο Φωκά όταν σαν "Αραβομάχος" στρατηγός απελευθέρωσε την Κρήτη από τους Άραβες. Σκοπός του Φωκά ήταν να μεταφέρει τους χριστιανούς του Χάνδακα σε αυτό το σημείο, κάτι που τελικά στην πράξη δεν έγινε καθώς το λιμάνι ήταν πιο σημαντικό για τους Κρητικούς. Έτσι το κάστρο υπήρξε κατά κάποιο τρόπο και εν μέρει αποτυχημένο.
Το 1204, όταν ο Γενουάτης αρχιπειρατής και κόμης της Μάλτας, Ερρίκος Πεσκατόρε, κατέλαβε την Κρήτη, ίδρυσε ή επισκεύασε 15 φρούρια, για να εδραιώσει την εξουσία του στο νησί. Ένα από αυτά ήταν και το Τέμενος.
Λίγο αργότερα, όταν οι Βενετοί κατέλαβαν την Κρήτη το 1209, οχύρωσαν το φρούριο με ισχυρότερο τείχος και το επισκεύασαν σύμφωνα με τις ανάγκες τις εποχής. Το φρούριο, που χαρακτηρίστηκε ως oppidum fortissimum (ισχυρότατο οχυρό), ονομάστηκε Castello Temene και παραχωρήθηκε ως φέουδο στις οικογένειες των Κορέσι (Coressi), των Κορνάρων (Corner) και των Κουερίνι (Querini). Έκτοτε άρχισε να σχηματίζεται γύρω από αυτό ένας βούργος (οικισμός), όπου ζούσαν οι βιλάνοι, δηλαδή οι σκλάβοι καλλιεργητές των ιδιοκτησιών των φεουδαρχών. Οι οικισμός αυτός μετεξελίχτηκε στο σημερινό χωριό του Προφήτη Ηλία.
Κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου, δηλαδή του πολέμου μεταξύ Ενετοκρητικών και Τούρκων για την Κρήτη, οι μάχες λάμβαναν μέρος κυρίως στην επαρχία, καθώς το Μεγάλο Κάστρο αντιστάθηκε για 22 χρόνια. Στην ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου, οι χριστιανοί καθοδηγούνταν από τον ηγούμενο της Μονής Αγκαράθου Αθανάσιο Χριστοφόρο και το λόγιο Γεράσιμο Βλάχο, ενώ παράλληλα ο Ενετός στρατηγός Γιλδάσης (Gil d’ Has) επιχειρούσε με διάφορους αντιπερισπασμούς. Σε έναν από αυτούς, το 1647, ο Γιλδάσης επιτέθηκε στους Τούρκους που είχαν καταλάβει το φρούριο του Τεμένους, σφάζοντας τους σχεδόν όλους.
Όταν το 1669 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κρήτη, το φρούριο παραχωρήθηκε με σουλτανικό φιρμάνι στον Ενετό προδότη του Χάνδακα, Ανδρέα Μπαρότση. Το φρούριο τότε ονομάστηκεΚανλί Καστέλι, δηλαδή ματωμένο φρούριο, σε ανάμνηση της σφαγής των Τούρκων.
Το κάστρο πρέεπι να εγκαταλείφθηκε σχετικά νωρίς, στο τέλος του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το Τέμενος είναι μια καστροπολιτεία με οχυρωμένη ακρόπολη στο δυτικό (και ψηλότερο) ύψωμα, οχυρωματικό περίβολο, προτείχισμα, πύργους, οικοδομήματα, εκκλησίες, δεξαμενές νερού και προστατευμένες πηγές. Η συνολική έκταση κάλυπτε περίπου 600 στρέματα.
Η οχύρωση του φρουρίου και η τοιχοποιία αποτελούν οικοδομήματα μοναδικά για όλη την Κρήτη σε μέγεθος και τεχνική. Είναι θαυμαστή η εκμετάλλευση και του κάθε απόκρημνου βράχου που θα μπορούσε να αποτελέσει στήριγμα επάλξεων ή οχυρού πύργου. Στα περισσότερο βατά σημεία (βόρεια-ανατολική πλευρά) η οχύρωση είναι τριπλή και μεγαλόπρεποι πύργοι (ύψος 9 μ.), προστατεύουν κάθε πλευρά του υψώματος.
Στην ανατολική πλευρά της Ρόκκας σήμερα σώζονται μέρος των τειχών, δύο δεξαμενές, καθώς και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου προς την πλευρά του ανατολικού λόφου, ενώ ανάμεσα στις δύο κορυφές υπάρχουν τμήματα των οχυρώσεων και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Στα δυτικά βρίσκονται μια διπλή δεξαμενή, η κρήνη Φουντάνα και οι εκκλησίες της Παναγίας και του Αγίου Αντωνίου.
Αρκετά από τα στοιχεία οχυρωματικής τέχνης (ζώνες λίθων διαφορετικής στατικής συμπεριφοράς, προστατευμένες κλίμακες που οδηγούν σε υπόγειες πηγές, υδατόπυργος), είναι εξαιρετικά σπάνια και καθιστούν το μνημείο μοναδικό στον ελληνικό χώρο. Παραπλήσιες περιπτώσεις συναντούμε σε κατασκευές στη Ρεντίνα της Θεσσαλονίκης και σε κάστρα της Αρμενικής Κιλικίας στη Μ.Ασία, σε οχυρώσεις, όμως, μικρότερης σημασίας.