Σ΄ ένα κεφαλοχώρι εζούσε ένα γεροντοπαλλήκαρο και ήτανε σ΄ όλη του τη ζωή ένας μεγάλος γαμιάς. Όποια του στένουντανε, δε τση τη χάριζε. Κι είχε πηδήξει τσι μισές γυναίκες του χωριού.
Τελευταία επήγαινε κι ήβρισκε μια χήρα, που ήτανε νέα και ζουμερή και του άρεσε.
Κι ένα βράδυ τον εζόρισε η χήρα και το γεροντοπαλλήκαρο δεν το βάσταξε κι επόθανε την ώρα τση γλύκας, εκειά πάνω καβαλάρης. Αλλά η μπιστόλα του έτσι που ήτανε τεντωμένη την ώρα που την επλάκωνε, έτσι έμεινε.
Τονε βάνουνε ύστερα στην κάσα κι ήστεκε ολόρθη. Κι ανοίγουνε μια τρύπα στο καπάκι τση κάσας κι ήβγαινε έξω από την κάσα κι επερίσσευε.
Και για να μη φαίνεται να τη θωρούνε , ακουμπήσανε επάνω ένα εικόνισμα κι εβάλανε γύρου –γύρου βιόλες και βασιλικούς.
Μανώλης Βιαννιτάκης, Κατωφύγι – Καταγραφή 26/9/93
Όντεν επερνούσανε οι χωριανοί μπροστά από το νεκρό, επροσκυνούσανε το ΄κόνισμα , αλλά οι γυναίκες που πλάκωνε όλα αυτά τα χρόνια, εφιλούσανε το κόνισμα από πίσω.
Πηγή : Τα ξετσίπωτα της Κρήτης . Αριστοφάνη Χουρδάκη – Ηράκλειο 2013 σελ.74-75
ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ