Μα δεν έκανε ταξίδια στην Κρήτη ο Μαραμπού, παρατήρησε πικρόχολος φίλος μας, κάτοικος του κλεινού άστεως, μια στάση στην επαγγελματική διαδρομή του ήταν -εννοούσε δεν έκανε ταξίδια ελεύθερης επιλογής στο Ηράκλειο, αλλά η επίσκεψη ηταν υποχρεωτική. Λες κι η θάλασσα φυραίνει και το πλοίο γίνεται ποδήλατο, αν δεν κάνουμε διακοπές και διαδρομές αναψυχής. Το ερώτημα είναι πότε δημιουργούνται φιλίες, στις επαγγελματικές ή άλλες υποχρεωτικές απασχολήσεις (πχ στρατός) ή όταν έχουμε ελεύθερο χρόνο, όταν διασκεδάζουμε ή όταν επιχειρούμε τουριστικές διαδρομές (μερικοί βέβαια επιμένουν:»λένε ζήσαμε κι εννοούν γλεντήσαμε»-Μ.Αναγνωστάκης)
Ο Καββαδίας στην Κρήτη απέκτησε φίλους πολλούς, έγινε το κέντρο μιας συνεκτικής και πολυάριθμης παρέας. Κι ήταν τότε δικτατορία, δεν ήταν όλα εύκολα για αριστερούς λογοτέχνες και δημοκρατικές και φιλελεύθερες συντροφιές. Το Κάστρο σαν μια νησίδα πολιτική, πρόσφερε καλύτερες συνθήκες, αντικειμενικά, γιατι ήταν στενός ο κύκλος , ελεγχόμενες οι καταστάσεις και ήσυχοι οι χουντικοί πού μέλημα τους ήταν πως όχι θα πειθαναγκάσουν
(είχε περάσει η εποχή των συλλήψεων) αλλά θα εκθέσουν τους δημοκράτες της περιοχής.
Και στις 25 (περίπου) επισκέψεις του ποιητή, υπήρχε κάποιος να τον υποδεχθεί και στοιχειώδες πρόγραμμα παραμονής του,που περιλάμβανε μικρές εκδρομές γύρω από την πόλη και επισκέψεις χώρων ιστορικών και ανθρώπων που ήθελε να δει. Όμως κάτι έκτακτο τροποποιούσε τις προετοιμασίες η άνοιγε νέες προοπτικές.¨Οταν το καλοκαίρι του 1974 είχε ζεστάνει αρκετά, ο Μαραμπού μας κάλεσε για κάποιο «απεριτίφ» στο σαλόνι του AQUARIUS. Ένα πολύχρωμο ποτό με ομπρελίτσα και κερασάκι, κοκτέϊλ, μας πρόσφερε ο ευγενικός ραδιοτλεγραφητής.Μας γνώρισε μιαν πανέμορφη αγγλιδούλα, που ήταν στην υποδοχή, νεραϊδούλα του καλοκαιριού.
Η κατάξανθη κοπέλα έμεινε στη μνήμη όλων των αρσενικών της συντροφιάς, που αν και φρεσκοπαντρεμένοι όλοι, πλην ενός, είχαν θαυμασμό ανυπόκριτο για τα κάλλη της. Στα επόμενα ταξίδια, όλο και ερχόταν η κουβέντα για την Ουέντι, έτσι λεγόταν το κορίτσι, που έμοιαζε με νύμφη του Βορρά, ο εργένης εκ των φίλων πρότεινε να την καλέσει ο Μαραμπού να την φιλοξενήσουμε σε κάποιο ταξίδι. Η ιδέα άρεσε σ΄όλους μας, μια κοπέλα θα έσπαζε, θα ομόρφαινε την καλογερίστικης μορφής (όλοι με γένια και χτένια) παρέα. Ο ποιητής είχε κάποιες αντιρρήσεις, εύλογες ασφαλώς, τα «καμάκια» ήταν τότε μια μόδα αποδοχής από πολλούς και απόρριψης από ορισμένους. ¨Ομως ο Μαραμπού κάτω από την πίεση ενέδωσε και ένα επόμενη Σάββατο η Ουέντι, έλαμπε μεταξύ πολλών κατάμαυρων κρητικών, αληθινή γοργόνα του παραμυθιού. Τίποτα το εξαιρετικό δεν συνέβη, όλοι ευχαριστήθηκαν, το κορίτσι ήταν πολύ χαρούμενο και σοβαρό, ο συνοδός της , ο Κόλιας,δεν χρειάστηκε να παρέμβει σε επίδοξους τουριστοκυνηγούς,που τους είχε αφοπλίσει η ευγένεια και η ομορφιά της. Η Ουέντι ξεχάστηκε, καμια φορά της στέλναμε χαιρετισμούς, υπήρχαν πολλά να γίνουν, δεν προλαβαίναμε. Πέρασαν οι μήνες, σε ένα από τελευταία ταξίδια ήταν πια φθινόπωρο του 74,ο ποιητής ήταν περίφροντις, αυτός ο λαλίστατος δεν έβγαζε κουβέντα. Δεν άργησε να εξηγήσει την κακή διάθεση. Ένα επειδόδιο στο πλοίο, τον είχε αναστατώσει. Η κοπέλα που γνωρίσαμε, η Ουέντι, είχε συνάψει δεσμό, όπως είχε κάθε δικαίωμα, με συνάδελφό της , από το πλήρωμα. ¨Ομως επειδή αναγκαστικά κρυβόταν , για να μην γίνονται κουβέντες, οι συνάδελφοί της, την έπιασαν στα «πράσα» στην καμπίνα με τον εραστή, μαζεύτηκαν πολλοί, ναύτες καμαρώτοι και μηχανικοί, άνοιξαν την πόρτα και την διαπόμπευσαν. Τρομοκρατημένο το κορίτσι έτρεξε στην καμπίνα του Καββαδία, εκεί βρήκε συμπάθεια και προστασία- μα η καριέρα της στο πλοίο είχε άδοξα και άδικα τελειώσει. Το κύμα της κακοκεφιάς μας πλημμύρισε, το γεγονός μας πρόσβαλε βάναυσα όλους, έπρεπε να βρούμε έν καλό ρακάδικο, ας πάμε δυτικά είπε ο Κ.Α. στα Λινοπεράματα.