Η λέξη τσικουδιά προέρχεται από τα τσίκουδα, δηλαδή τα υπολείμματα της μουστοποίησης των σταφυλιών -τσάμπουρα, φλούδες και κουκούτσια. Στην Κρήτη ονομάζεται τσικουδιά ή ρακή. Ξεχωρίζει από όλα τα άλλα τσίπουρα διότι αποτελεί απόσταγμα μόνον από τα τσίκουδα, χωρίς την προσθήκη κανενός άλλου αρωματικού φυτού.
Ο θεσμός του ρακοκάζανου θεσμοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο γύρω στο 1920 όπου και δόθηκαν άδειες για τα ρακοκάζανα στους Κρητικούς αγρότες, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα παραγωγής τσικουδιάς από τα σταφύλια που παρήγαγαν.
Τα γλέντια ακόμη και την ώρα της παραγωγής της τσικουδιάς στις κρητικές καζανιές είναι ονομαστά. Γύρω από τη "ρούμπα" (το σωληνάκι, απ΄ όπου βγαίνει η πρώτη ρακή), συγκεντρώνονται μέλη οικογενειών, παρέες, καλεσμένοι - φίλοι και γλεντάνε.
Φρεσκοαποσταγμένη τσικουδιά ρέει άφθονη στα ποτήρια της παρέας που συμμετέχει στο γλέντι.
Χαρώ την την παρέα μας, να 'τανε κι' άλλη τόση
μα υπάρχει μπόλικη ρακή μέχρι να ξημερώσει.
Πίνετε ούλοι τσικουδιά μα αυτή είναι βλογημένη
μόνο να πίνετε αγνό και όχι νοθευμένη.
Πότε την ήπια την ρακή αλήθεια δεν κατέχω
όμως ήτονε πολλά καλή, παράπονο δεν έχω.
Πολλά ποτήρια τσικουδιάς κέρασες για να πιούνε
κι απ' την πολύ που ήπιανε δεν ημπορούν να βγούνε.