Αργοναύτες
(Αφιερώνεται στα Ελληνόπουλα,
τους σύγχρονους Αργοναύτες
που άνοιξαν πανιά
για καινούριες ΄΄Κολχίδες΄΄
με σκοπό
να φέρουν κάποτε
το ΄΄ Χρυσόμαλλο Δέρας΄΄ στην
Πατρίδα.)
Μ' ένα κλαδί βελανιδιάς
στ' αυτί κι'
ένα γεράκι στη
πλώρη,
οι Αργοναύτες ξεκίνησαν,
σαν άγγιγμα του
Φθινόπωρου,
στου Μαγιού τον
καλαμιώνα.
Αλλά ο ήχος
της φλογέρας τους,
ακούγεται μακριά στην
πατρίδα.
Μήπως και τους
ξαναφέρει πίσω το
κύμα,
όπως φέρνει τα
όνειρα των πελαργών
ο αγέρας.
Κι'ένα φλάμπουρο στο
λιακωτό, δεν αξίζει
πιο πολύ
από ένα σμήνος
πουλιών που γελάνε.
Μονάχα να σπείρει
τρίλιες ο κορυδαλός
με το σήμαντρο
της καμπάνας,
να ξεκρεμάσουν τα
φλάουτα οι ασβοί,
τις φωνές τους
τα κρυμμένα παγώνια.
Γιατί δεν είναι
μια τρυγόνα ένα
κουδούνι,
δεν είναι βοτάνι
της λησμονιάς, ούτε
κροτάλισμα δράκου,
ούτε φόρεμα βατράχου
και κομπολόι νεράιδας.
Είναι στοιχειό του
φθινοπώρου, που στήνει
παγίδα στους λύκους.
Είναι τραπέζι σαλιγκαριού,
μαχαίρι καντηλανάφτη.
Είναι του Κανάρη
φωτιά, που ανάβει
αυγερινού καντηλέρι,
κι'ύστερα βόσκει στα
ψηλά, στα μαύρα
κυπαρίσσια,
όπου έχει ο
βράχος το τσαρδί
κι'ο αρματολός κελάρι.
Λένε πώς τρέχουν
τ' άλογα στα χορταριασμένα
λιβάδια,
κι'ύστερα πάνε στους
ανεμόμυλους να κοιμηθούν,
να νανουρίσουν τις
φτερωτές τους.
Κι' ας βράζει το
πέλαγος της ζωής,
κι' ας κατεβάζει το
ποτάμι μαράζια.
Τα ΄΄πάντα ρεί΄΄
είπε ο Ηράκλειτος,
κι' είδε ένα ρυάκι
να βάφεται κόκκινο
και να κλαίει,
κι έκλαιγε κι αυτός πάνω
στο δροσερό νερό,
όπως ο κύκνος
κλαίει στην ερημιά,
όπως ο ποντικός
στην παγωμένη πεδιάδα.
Το ξέρω, αν
κλάψεις δεν θα
φυτρώσει χορτάρι,
το ξέρω, αν
πληγώσεις μια καρδιά,
θα στερέψει το
δάκρυ.
Μόνο να βρεθεί
ένας τρόπος,
ένας τρόπος να
πορευτείς, ένας τρόπος
να πολεμήσεις.
Με το φλάουτο
των εφτά νάνων
στο δάσος των
φαντασμάτων.
Με την ελπίδα
της χαραυγής καρφωμένη
στην πλώρη.
Με της κιθάρας
τη φωνή στου
ερωδιού το συρτάρι.
Πάνω σε μια
ολάνθιστη μυγδαλιά,
βλέπω τα παιδικά
σου όνειρα να
κυματίζουν.
Παρ'τα , στον δρόμο
σου για ν' ανθίσουν,
όπως άνθισε μια
φορά το όνειρο
του Ιάσονα,
στους
λιβαδότοπους της Κολχίδας.
Μάταιο είναι το
παράπονο, τα βάσανα
πάντοτε θα υπάρχουν.
Με τα μάτια
των πουλιών να
φέρνουν μουσική στα
χορτάρια.
Με μία αγκαλιά
γαρίφαλα να καίγεται
η καρδιά σου.
Με το βέλος
της Άνοιξης στην
ανηφοριά του Χειμώνα.
Φτάνει να σκιρτήσει
ένα χαμόγελο
και μία καρδιά πικραμένη
ν' ανθίσει.
Φτάνει να φυτρώσει
μονάχα,
λίγη ρακή για
τη λησμονιά ,
ένα λουλούδι για
την αυλή,
λίγο ψωμί για
το σπίτι.
Αριστομένης Λαγουβάρδος
από την
ποιητική συλλογή
<< Στα απόκρυφα
τοπία της μοναξιάς >>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου