Έφτασε πρωί πρωί ο Μανόλης με το καράβι στον Πειραιά.
Ακάτεχος , ήκανε βόλτες γύρω γύρω στον Πειραιά και χάζευε.
Δεν είχε ακόμη ξημερώσει και βρέθηκε να προπατεί στις γραμμές
του τραίνου.
-Ήντα δαίμονα είναι τούτο ? Δεν έχω ξαναδεί ούτε στη Χώρα!
Μια στιγμή άκουσε το θεριό να σφυρίζει και να έρχεται κατά πάνω
του.
-Όφου και δα με φτάξει θέλει.
Φτερά έβαλε στα πόδια.
Μπρος αυτός ,πίσω το
τραίνο.
Με τα πολλά και με τη γλώσσα όξω έφταξε σε μια στάση το τραίνο.
Ήκαμε το σταυρό του που γλύτωσε. Εκράθιε τη σύσταση ενός φίλου
του από το στρατό και ρώτηξε πως θα πάει.
Καλά κακά έφταξε. Χαρές του καμε ο φίλος, χαρές έκαμε και
Μανόλης.
Έβαλε μια ολιά κρέας η γυναίκα του φίλου στη χύτρα να του κάμουνε
το τραπέζι.
Μια στιγμή, αυτή άρχισε να βράζει , να σφυρίζει και να βγάνει
καπνούς!!!
Τάξε πως ήτανε το τραίνο!
Βγάνει το μπιστόλι και τση έριξε και την ήκαμε κομμάθια!
«Ετούτους τσι δαιμόνους, λέει, πρέπει να τσι ξεπαστρέυεις
μικιούς γιατί άμα μεγαλώσουνε δεν παλεύονται!»
Καταγραφή 2008 –Καστέλι Ηρακλείου
Επιμέλεια Παπουτσάκη Βασιλική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου