Καερέτι (το), καερέτια (τα) = 1. το μεροκάματο χωρίς πληρωμή, 2. το κουράγιο, η υπομονή, η εγκαρτέρηση. τουρ. gayret = ζήλος, εμφύχωση.
Σε άλλα μέρη ακούγεται καϊρέτι. φρ. Κάνε γέρο καερέτι.
Ψηλά γαμπρέ την κεφαλή και μην ξανοίγεις χάμαι, βαρύς σου φαίνετ’ ο ζυγός μα καερέτι κάμε. Μ.Α.Μ.
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjpWjGz4XKxFkx1TmGzYL6x6boyiRlsbqdPCwbxRJnzn_CAGXr1Mve_UbZLjDvT2BwxF8KK8FMmTFTTrBiXDaBzZhJ-cXq6s0Xaw3HcJwaa0Y7emMzUfNmyaOfSJfIk8RMuvpMqtmhNFGOY/s400/Q2.jpg)
Από τον Γιάννη Κριτσωτάκη και το “Στειακό Λεξιλόγιο”, τηλ. 6937 930902
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου