Διαδραματίζεται στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Είναι ένα ειδύλλιο ανάμεσα στον Ερωτόκριτο το γιο του συμβούλου του βασιλιά και την βασιλοπούλα Αρετούσα, την κόρη του βασιλιά της Αθήνας Ηρακλή.
Ο Ερωτόκριτος ερωτεύτηκε την βασιλοπούλα Αρετούσα και για να εκφράσει τα συναισθήματά του ερχόταν κάτω από το παράθυρό της τραγουδώντας της ερωτικά τραγούδια με τον φίλο του Πολύδωρα. Η βασιλοπούλα σιγά σιγά ερωτεύτηκε αυτόν τον άγνωστο τραγουδιστή.
Όταν ο Ερωτόκριτος αναγκάστηκε, με τον φίλο του Πολύδωρα, να σκοτώσει κάποιο από τους σωματοφύλακες του βασιλιά που είχαν σταλεί για να τους συλλάβουν, απέδρασε στην Έγρυπο την μεσαιωνική Χαλκίδα όπου, προσπάθησε να την ξεχάσει.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης που έκανε η Αρετούσα στο σπίτι του πατέρα του Ερωτόκριτου, βρήκε τα τραγούδια και το πορτραίτο της, έτσι ανακάλυψε ποιος ήταν ο θαυμαστής της και έπεσε σε κατάθλιψη .
Για να τη διασκεδάσει, ο βασιλιάς οργάνωσε αγώνες κονταρομαχίας που κλήθηκαν να συμμετάσχουν οι πιο διάσημοι ευγενείς της εποχής. Ο Ερωτόκριτος συμμετείχε σε αυτές τις μάχες και βγήκε νικητής και έτσι πήρε το βραβείο για τη νίκη του από τα χέρια της βασιλοπούλας.
Ενθαρρυμένος από τη νίκη του ο Ερωτόκριτος παρακάλεσε τον
πατέρα του να ζητήσει γι 'αυτόν την Αρετούσα σε γάμο. Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ γα
την αυθάδειά του και τον εξόρισε και διέταξε την κόρη του να παντρευτεί κάποιον
άλλο.
Η Αρετούσα αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο και έτσι ο βασιλιάς την έκλεισε
σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μαζί με την παραμάνα της, όπου παρέμειναν για χρόνια
υποφέροντας . Μετά ο βασιλιάς της Βλαχίας , κήρυξε τον πόλεμο στην Αθήνα και
εισέβαλε στην περιοχή με το στρατό του προκαλώντας πολλές ζημιές.
Ο Ερωτόκριτος
αφού ήπιε ένα μαγικό φίλτρο που άλλαξε την εμφάνισή του, ήρθε για να βοηθήσει
την πατρίδα του και προκάλεσε τεράστιες απώλειες στους εισβολείς , ενώ κατά τη
διάρκεια μιας από τις μάχες, έσωσε τη ζωή του γέρου πια βασιλιά Ηρακλή.
Ο
πόλεμος κρίθηκε σε μια μονομαχία μεταξύ του Ερωτόκριτου και του Άριστου του
ανιψιού του βασιλιά της Βλαχίας. Ο Ερωτόκριτος τον σκότωσε, αλλά πληγώθηκε
σοβαρά. Οι εχθροί αποσύρθηκαν, και ο Ερωτόκριτος μεταφέρθηκε στο παλάτι, στο
κρεβάτι της Αρετούσας, όπου έμεινε έως ότου θεραπεύτηκε.
Ο βασιλιάς θέλοντας να
εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέρθηκε να τον υιοθετήσει και να του δώσει το
μισό από το βασίλειό του. Αυτός αρνήθηκε και ζήτησε από το βασιλιά να
απελευθερώσει την Αρετούσα και να του επιτρέψει να την παντρευτεί.
Στην αρχή, η
βασιλοπούλα αρνήθηκε αλλά ο Ερωτόκριτος, πήγε και αποκάλυψε το πραγματικό του
πρόσωπό που μέχρι τότε ήταν βαμμένο μαύρο. Αυτή αναγνώρισε τον ,άνθρωπο που
τραγουδούσε κάτω από το παράθυρό της και τον παντρεύτηκε , ενώ ο βασιλιάς
Ηρακλής τους παραχώρησε το θρόνο
ΠΗΓΉ: http://praisos.blogspot.gr/
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ- ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΜΑΝΤΑΤΑ
ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ- ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΜΑΝΤΑΤΑ
ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο
κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;
Τέσσερεις μέρες μοναχά μού δωκε ν’ ανιμένω
Κι απόκει να ξενητευτώ πολλά μακρά να πηαίνω
και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντεύει
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύει
και δεν μπορείς ν’ αντθισταθής στα θέλουν οί γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσει η όρεξή σου
Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
καί μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω
την ώρα π’ αρραβωνιστής να βαραναστενάξης
κι’ όντε σα νύφη στολιστήςσαν παντρεμένη αλλάξης
ν’ αναδακρυώσης καί να πής, Ρωτόκριτε καημένε
τα σού τασσα λησμόνησα, τα θέλες μπλιό δέ έναι
και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου
λόγιαζε τα παθα γιά σε να με πονή η καρδιά σου
καί πιάνε καί τη ζωγραφιά, πού βρες στ’ αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια πού λργα κι όπου πολλά σ’ αρέσα
και διάβαζέ τα θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα
πως μέ ξορίσανε μακρά στα ξένα
κι’ όντε σού πούν κι απόθανα λυπήσουμε καί κλάψε
και τα τραγούδια πού βγαλα μες’ στη φωτιά τα κάψε
Όπου κι αν πάω κι ά βρεθώ κι ότι καιρό κι ά ζήσω
τάσσω σου άλλη να μη δώ μηδέ ν’ ανατρανίσω
Κι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου
Ένα κερίν αφτούμενο ακράτουν κ’ ήσβησέ μου
Κάλλια `χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου
Τέσσερεις μέρες μοναχά μού δωκε ν’ ανιμένω
Κι απόκει να ξενητευτώ πολλά μακρά να πηαίνω
και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντεύει
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύει
και δεν μπορείς ν’ αντθισταθής στα θέλουν οί γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσει η όρεξή σου
Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
καί μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω
την ώρα π’ αρραβωνιστής να βαραναστενάξης
κι’ όντε σα νύφη στολιστήςσαν παντρεμένη αλλάξης
ν’ αναδακρυώσης καί να πής, Ρωτόκριτε καημένε
τα σού τασσα λησμόνησα, τα θέλες μπλιό δέ έναι
και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου
λόγιαζε τα παθα γιά σε να με πονή η καρδιά σου
καί πιάνε καί τη ζωγραφιά, πού βρες στ’ αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια πού λργα κι όπου πολλά σ’ αρέσα
και διάβαζέ τα θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα
πως μέ ξορίσανε μακρά στα ξένα
κι’ όντε σού πούν κι απόθανα λυπήσουμε καί κλάψε
και τα τραγούδια πού βγαλα μες’ στη φωτιά τα κάψε
Όπου κι αν πάω κι ά βρεθώ κι ότι καιρό κι ά ζήσω
τάσσω σου άλλη να μη δώ μηδέ ν’ ανατρανίσω
Κι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου
Ένα κερίν αφτούμενο ακράτουν κ’ ήσβησέ μου
Κάλλια `χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου