Δημοσιεύουμε απόσπασμα της ερασιτεχνικής συνέντευξης του Γιώργη Μαριάνου στον Γιάννη Παπαδάκη, Δραπανιάς Κισάμου 1970, όπου ο μεγάλος μουσικός αναφέρεται στα σφακιανά γλέντια της εποχής του. Το "Κίσαμος - Μουσική και Κουλτούρα" ευχαριστεί θερμά τον γιό του Γιάννη Παπαδάκη, Δημήτρη για την ευγενή αποκλειστική παραχώρηση των αποσπασμάτων.
Ερ: Μου είπες προηγουμένως ότι κρατούσανε πολλές μέρες τα γλέντια. Δηλαδή, άφηνες το σπίτι σου και γυρνούσες μετά από αρκετό καιρό ε;
Απ: Αφού διάλεξα αυτό το επάγγελμα, έπρεπε και να κάνω πράματα που ας πούμε με έκαναν να αφήνω το σπιτικό μου για μέρες. Να πείς να παίξω κοντά ποθές, εντάξει, όσο και να βαστούσε το γλέντι ήμουνα κοντά, αλλά να πείς να πάω να παίξω αλλού, ήθελα κι ένα μήνα να γαήρω.
Ερ: Εννοείς όταν πήγαινες στην Αθήνα;
Απ: Όϊ μόνο αυτό. Εγώ έπαιζα πολύ στα Σφακιά, με αγαπούσανε εκειδέ στα χωριά αυτά και με καλούσανε να πάω να τωνε παίξω κάθε χρόνο. Εμένα με κατέχανε γιατί και ο μακαρίτης ο πατέρας μου έπαιζε συνέχεια. Εμείς ήμαστε, ο λάλος μου ο μακαρίτης, ήτονε από την Ανώπολη, κι ήρθε επαέ και έκαμε οικογένεια. Και είχαμε πολλούς συγγενείς εκειά και καλούσανε τον πατέρα μου να πηγαίνει να παίζει. Και μετά, όταν τα παράτησε ο πατέρας μου, πήγαινα εγώ.Και καθόμασταν μπορεί και ένα μήνα και γυρνούσαμε τα χωριά στα πανηγύρια και στσοι γάμους και γλεντούσε ο κόσμος. Με τον πατέρα μου ήτανε κι άλλος ένας από 'παέ πέρα, ο μακαρίτης ο Μανώλης ο Φαντής κι αυτός ήτανε από'κειέ η καταγωγή του και έπαιζε κι ήταν ας πούμε ανταγωνιστές...
Ερ: Ο Φαντής;
Απ: Ναί, Μανώλης Φαντάκης από τα Κοτσιανά ήτανε αλλά είχε πολλούς συγγενείς κι αυτός από την άλλη μπάντα των Σφακιών, αυτόνανε τονε σκοτώσανε οι Γερμανοί, τονε τσαλαπάτησε ένα αυτοκίνητο τον κακορίζικο...
Ερ: Μάλιστα. Δηλαδή μπάρμπα-Γιώργη πηγαίνατε και στα Σφακιά, από εδώ, Κισαμίτες...
Απ: Ναί, απού'παέ οι περισσότεροι, δεν ήτανε οργανοπαίχτες ετσά κατεχάρηδες στα Σφακιά. Γιάε, εγώ το λέω και καμιά φορά βλέπω τσοι δικούς μας και μανίζουνε, αλλά το λέω, οι Σφακιανοί, μπορεί να μην ήτονε στα όργανα ετσά δυνατοί, αλλά ήτονε οι καλύτεροι τραγουδιστάδες ουλωνώ των Χανίων. Να πάεις να δείς δηλαδή τραγουδιστάδες Ανωπολιώτες και Αγιαννιώτες που δεν είχανε το ταίρι τους. Καλιά απ'ούλους τους Σφακιανούς, ξεχωρίζανε, διότι εγώ εγλέντησα σε ούλη την επαρχία Σφακίων, αλλά σε αυτούς τσοι τόπους είδα τσοι πιο μερακλήδες, ντρέτα πράματα, όμορφα...
Ερ: Κι από τους Σελινιώτες;
Απ: Και οι Σελινιώτες τραγουδούνε καλά, πολύ καλά...
Ερ: Και στον χορό το ίδιο;
Απ: Οι Σελινιώτες;
Ερ: Όχι, οι Σφακιανοί..
Απ: Στον χορό εχορεύανε πεντοζάλι λεβέντικα, όμορφα. Και σερτό. Στον χορό όμως, δεν βάνω κανένανε παραπάνω από τσοι δικούς μας επαέ, είναι πιο τεχνίτες χορευτάδες...
Ερ: Ωραία. Λοιπόν, έλειπες στα Σφακιά πολύ καιρό...
Απ: Ναί, ντα δεν σου'πα; Ένα μήνα. Γιατί, γιάε, ήτανε και οι δρόμοι κακοί, δεν ήτονε αμάξια, αυτά εβγήκανε μετά τον πόλεμο. Δηλαδή, για να πάω στην Ανώπολη, πήγαινα από τα σελινιώτικα, να βγώ στην Παλιόχωρα, ή να βγώ στη Σούγια να πάρουμε το καϊκι και να βγούμε στον σφακιανό γυαλό κι από'κειδέ να πάμε πάνω. Θέλαμε δυό μέρες να πάμε. Κι ανε τύχαινε και καλός γάμος ή και πανηγύρι στην σειρά, καθόμασταν είκοσι μέρες. Ανώπολη και ΆηΓιάννης κάνανε τα περισσότερα γλέντια. Και στσοι πέρα μεριές, στην Νίμπρο πήγαινα κι έπαιζα. Μας βάνανε ένα μεγάλο τραπέζι και καλές καρέκλες με πατανίες φαντές και καθόμασταν αυτού και παίζαμε γιατί θεωρούσανε μεγάλο πράμα οι Σφακιανοί να έχουνε όργανα, πώς να στο πώ δηλαδή, τιμητικό. Και μας επαραγγέλνανε τσοι χορούς στην σειρά κι εμείς κρατούσαμε σειρά για να μην αφήσουμε κανένανε παραπονεμένο. Χορεύανε οι παρέες, έτρωγε ο κόσμος, έπινε, διασκέδασε ωραία. Ένα κακό είχανε αυτοί, πίνανε χωρίς μέτρο και γυρεύανε να μεθύσουνε και κανένα ετσέ ξενομπάτη ας πούμε και εμένα δυό-τρείς φορές επολεμήσανε να με μεθύσουνε, αλλά εγώ στα γλέντια μου, όπου κι ανε βρισκόμουνα, δεν έπινα ποτέ παραπάνω από δυό- τρείς κρασιές γιατί ήθελα να κατέω ήντα μου γίνεται κι όϊ να γίνομαι ρεζίλι σαν μερικούς που πίνουνε και μετα δεν μπορούνε να σύρουνε την χέρα τους να παίξουνε.
Ερ: Πίνανε δηλαδή πολύ κρασί στα Σφακιά;
Απ: Παντού επίνανε, οι παλιοί που ήτανε πραγματικά άντρες, όϊ ψώματα, πίνανε πολύ. Κι έπαε στην Κίσαμο είναι κρασοπιοτάδες γεροί. Γιάε, εγώ τσοι χωρίζω στα δυό. Άλλο οι κρασοπιοτάδες κι άλλο οι κρασόφιλοι. Κρασόφιλους είδα πολλούς ούλα τα χρόνια που ήμουνα στο επάγγελμα και τσοι σιχάθηκα, παντού, σε ούλους τσοι τόπους.
Ερ :Μάλιστα. Να σε ρωτήσω κάτι άλλο, στα Σφακιά και στο Σέλινο, με ποιούς λαγουτιέρηδες έπαιζες. Με ντόπιους από εκεί;
Απ: Στο Σέλινο παίζανε καλά λαγούτα. Είναι ένας Κλεινάκης, Αντώνης, στην Παλιόχωρα, που έπαιζε το καλύτερο λαγούτο και παίζαμε μαζί στα γλέντια του Σελίνου. Κι είναι και ένας Λεβεντάκης Χρήστος, με αυτόνα εγώ έπαιζα όταν ακόμα ήτανε κοπελάκι δεκαεφτά χρονών. Με τον Λεβεντάκη επαίζαμε πολύ συχνά στα Σφακιά, με τον Κλεινάκη έπαιζα στο Σέλινο περισσότερο. Είναι κι ένα άλλο Λεβεντάκη, ο Αρτέμης από το Μάλεμε και πήγα και με αυτόν κάμποσες φορές στα Σφακιά και να σου πώ κιόλας, μια φορά του έκαμε μια ζημιά ο Κριγιαρογιάννης στην Ανώπολη, ένας άντρας ετσά δυό μέτρα. Πάνω στο γερό κέφι, επήρε το λαγούτο του Αρτέμη και να πάει να παίξει τάχα μου αυτός και του παίζει μια ετσέ με την χέρα του και σπά ούλες τσοι κόρδες και τότες δεν ήτονε εύκολο να'χεις πολλές κόρδες μαζί σου και έπαιξα το υπόλοιπο γλέντι μοναχά με το βιολί. Και ο Αρτέμης από τότεσας κι έπειτα δεν ξανάθελε να παίξει εκειέ. Και του είπα του Κριγιαρογιάννη, για να ξεπλερώσεις την ζημιά, θα καθίσεις να τραγουδείς δίπλα μου ούλο το βράδυ, γιατί ήτονε κατεχάρης τραγουδιστής. Μα μου λέει σε μια δόση, να πάω πρός νερού μου. Δεν πάεις του λέω ποθές, επά δίπλα θα τα κάμεις. Και γέλα ο κόσμος, η παρέα που'τανε εκειδέ. Κι ήτανε άλλος ένας, ο Αθητογιώργης ο Θεός να του συχωρέσει γιατί έχει ποθάνει και πάει και φέρνει ένα τσικάλι και του κάνει, έλα κουμπάρε Γιάννη μα έτουδα σερβίρει καλιά, κι η παρέα δώς του να γελά του σκασμού. Οι Ανωπολιώτες, επειδή τσοι'ζησα πολύ, μπορεί να έχουνε άλλους νόμους, αλλά στην παρέα και στο γλέντι όντε σμίξουνε και ευχαριστηθούνε, γίνονται άλλοι άνθρωποι, οι παλιοί δηλαδή, γιατί από τσοι νέους δεν κατέω κανένανε, αποσύρθηκα πολλά χρόνια...
Ερ: Όλα αυτά πρίν τον πόλεμο;
Απ: Ναί, μετά τον πόλεμο βγήκανε κι οι πιό νέοι, ο Μαύρος, ο Ναύτης, ο Κουτσουρέλης, ο Γαλαθιανός και πηγαίνανε αυτοί συχνά και παίζανε. Πήγαινα κι εγώ αλλά ανέβαινα εκείνα τα χρόνια πιο πολύ στην Αθήνα...
ΠΗΓΗ http://kissamoschania.blogspot.de/
Ερ: Μου είπες προηγουμένως ότι κρατούσανε πολλές μέρες τα γλέντια. Δηλαδή, άφηνες το σπίτι σου και γυρνούσες μετά από αρκετό καιρό ε;
Απ: Αφού διάλεξα αυτό το επάγγελμα, έπρεπε και να κάνω πράματα που ας πούμε με έκαναν να αφήνω το σπιτικό μου για μέρες. Να πείς να παίξω κοντά ποθές, εντάξει, όσο και να βαστούσε το γλέντι ήμουνα κοντά, αλλά να πείς να πάω να παίξω αλλού, ήθελα κι ένα μήνα να γαήρω.
Ερ: Εννοείς όταν πήγαινες στην Αθήνα;
Απ: Όϊ μόνο αυτό. Εγώ έπαιζα πολύ στα Σφακιά, με αγαπούσανε εκειδέ στα χωριά αυτά και με καλούσανε να πάω να τωνε παίξω κάθε χρόνο. Εμένα με κατέχανε γιατί και ο μακαρίτης ο πατέρας μου έπαιζε συνέχεια. Εμείς ήμαστε, ο λάλος μου ο μακαρίτης, ήτονε από την Ανώπολη, κι ήρθε επαέ και έκαμε οικογένεια. Και είχαμε πολλούς συγγενείς εκειά και καλούσανε τον πατέρα μου να πηγαίνει να παίζει. Και μετά, όταν τα παράτησε ο πατέρας μου, πήγαινα εγώ.Και καθόμασταν μπορεί και ένα μήνα και γυρνούσαμε τα χωριά στα πανηγύρια και στσοι γάμους και γλεντούσε ο κόσμος. Με τον πατέρα μου ήτανε κι άλλος ένας από 'παέ πέρα, ο μακαρίτης ο Μανώλης ο Φαντής κι αυτός ήτανε από'κειέ η καταγωγή του και έπαιζε κι ήταν ας πούμε ανταγωνιστές...
Ερ: Ο Φαντής;
Απ: Ναί, Μανώλης Φαντάκης από τα Κοτσιανά ήτανε αλλά είχε πολλούς συγγενείς κι αυτός από την άλλη μπάντα των Σφακιών, αυτόνανε τονε σκοτώσανε οι Γερμανοί, τονε τσαλαπάτησε ένα αυτοκίνητο τον κακορίζικο...
Ερ: Μάλιστα. Δηλαδή μπάρμπα-Γιώργη πηγαίνατε και στα Σφακιά, από εδώ, Κισαμίτες...
Απ: Ναί, απού'παέ οι περισσότεροι, δεν ήτανε οργανοπαίχτες ετσά κατεχάρηδες στα Σφακιά. Γιάε, εγώ το λέω και καμιά φορά βλέπω τσοι δικούς μας και μανίζουνε, αλλά το λέω, οι Σφακιανοί, μπορεί να μην ήτονε στα όργανα ετσά δυνατοί, αλλά ήτονε οι καλύτεροι τραγουδιστάδες ουλωνώ των Χανίων. Να πάεις να δείς δηλαδή τραγουδιστάδες Ανωπολιώτες και Αγιαννιώτες που δεν είχανε το ταίρι τους. Καλιά απ'ούλους τους Σφακιανούς, ξεχωρίζανε, διότι εγώ εγλέντησα σε ούλη την επαρχία Σφακίων, αλλά σε αυτούς τσοι τόπους είδα τσοι πιο μερακλήδες, ντρέτα πράματα, όμορφα...
Ερ: Κι από τους Σελινιώτες;
Απ: Και οι Σελινιώτες τραγουδούνε καλά, πολύ καλά...
Ερ: Και στον χορό το ίδιο;
Απ: Οι Σελινιώτες;
Ερ: Όχι, οι Σφακιανοί..
Απ: Στον χορό εχορεύανε πεντοζάλι λεβέντικα, όμορφα. Και σερτό. Στον χορό όμως, δεν βάνω κανένανε παραπάνω από τσοι δικούς μας επαέ, είναι πιο τεχνίτες χορευτάδες...
Ερ: Ωραία. Λοιπόν, έλειπες στα Σφακιά πολύ καιρό...
Απ: Ναί, ντα δεν σου'πα; Ένα μήνα. Γιατί, γιάε, ήτανε και οι δρόμοι κακοί, δεν ήτονε αμάξια, αυτά εβγήκανε μετά τον πόλεμο. Δηλαδή, για να πάω στην Ανώπολη, πήγαινα από τα σελινιώτικα, να βγώ στην Παλιόχωρα, ή να βγώ στη Σούγια να πάρουμε το καϊκι και να βγούμε στον σφακιανό γυαλό κι από'κειδέ να πάμε πάνω. Θέλαμε δυό μέρες να πάμε. Κι ανε τύχαινε και καλός γάμος ή και πανηγύρι στην σειρά, καθόμασταν είκοσι μέρες. Ανώπολη και ΆηΓιάννης κάνανε τα περισσότερα γλέντια. Και στσοι πέρα μεριές, στην Νίμπρο πήγαινα κι έπαιζα. Μας βάνανε ένα μεγάλο τραπέζι και καλές καρέκλες με πατανίες φαντές και καθόμασταν αυτού και παίζαμε γιατί θεωρούσανε μεγάλο πράμα οι Σφακιανοί να έχουνε όργανα, πώς να στο πώ δηλαδή, τιμητικό. Και μας επαραγγέλνανε τσοι χορούς στην σειρά κι εμείς κρατούσαμε σειρά για να μην αφήσουμε κανένανε παραπονεμένο. Χορεύανε οι παρέες, έτρωγε ο κόσμος, έπινε, διασκέδασε ωραία. Ένα κακό είχανε αυτοί, πίνανε χωρίς μέτρο και γυρεύανε να μεθύσουνε και κανένα ετσέ ξενομπάτη ας πούμε και εμένα δυό-τρείς φορές επολεμήσανε να με μεθύσουνε, αλλά εγώ στα γλέντια μου, όπου κι ανε βρισκόμουνα, δεν έπινα ποτέ παραπάνω από δυό- τρείς κρασιές γιατί ήθελα να κατέω ήντα μου γίνεται κι όϊ να γίνομαι ρεζίλι σαν μερικούς που πίνουνε και μετα δεν μπορούνε να σύρουνε την χέρα τους να παίξουνε.
Ερ: Πίνανε δηλαδή πολύ κρασί στα Σφακιά;
Απ: Παντού επίνανε, οι παλιοί που ήτανε πραγματικά άντρες, όϊ ψώματα, πίνανε πολύ. Κι έπαε στην Κίσαμο είναι κρασοπιοτάδες γεροί. Γιάε, εγώ τσοι χωρίζω στα δυό. Άλλο οι κρασοπιοτάδες κι άλλο οι κρασόφιλοι. Κρασόφιλους είδα πολλούς ούλα τα χρόνια που ήμουνα στο επάγγελμα και τσοι σιχάθηκα, παντού, σε ούλους τσοι τόπους.
Ερ :Μάλιστα. Να σε ρωτήσω κάτι άλλο, στα Σφακιά και στο Σέλινο, με ποιούς λαγουτιέρηδες έπαιζες. Με ντόπιους από εκεί;
Απ: Στο Σέλινο παίζανε καλά λαγούτα. Είναι ένας Κλεινάκης, Αντώνης, στην Παλιόχωρα, που έπαιζε το καλύτερο λαγούτο και παίζαμε μαζί στα γλέντια του Σελίνου. Κι είναι και ένας Λεβεντάκης Χρήστος, με αυτόνα εγώ έπαιζα όταν ακόμα ήτανε κοπελάκι δεκαεφτά χρονών. Με τον Λεβεντάκη επαίζαμε πολύ συχνά στα Σφακιά, με τον Κλεινάκη έπαιζα στο Σέλινο περισσότερο. Είναι κι ένα άλλο Λεβεντάκη, ο Αρτέμης από το Μάλεμε και πήγα και με αυτόν κάμποσες φορές στα Σφακιά και να σου πώ κιόλας, μια φορά του έκαμε μια ζημιά ο Κριγιαρογιάννης στην Ανώπολη, ένας άντρας ετσά δυό μέτρα. Πάνω στο γερό κέφι, επήρε το λαγούτο του Αρτέμη και να πάει να παίξει τάχα μου αυτός και του παίζει μια ετσέ με την χέρα του και σπά ούλες τσοι κόρδες και τότες δεν ήτονε εύκολο να'χεις πολλές κόρδες μαζί σου και έπαιξα το υπόλοιπο γλέντι μοναχά με το βιολί. Και ο Αρτέμης από τότεσας κι έπειτα δεν ξανάθελε να παίξει εκειέ. Και του είπα του Κριγιαρογιάννη, για να ξεπλερώσεις την ζημιά, θα καθίσεις να τραγουδείς δίπλα μου ούλο το βράδυ, γιατί ήτονε κατεχάρης τραγουδιστής. Μα μου λέει σε μια δόση, να πάω πρός νερού μου. Δεν πάεις του λέω ποθές, επά δίπλα θα τα κάμεις. Και γέλα ο κόσμος, η παρέα που'τανε εκειδέ. Κι ήτανε άλλος ένας, ο Αθητογιώργης ο Θεός να του συχωρέσει γιατί έχει ποθάνει και πάει και φέρνει ένα τσικάλι και του κάνει, έλα κουμπάρε Γιάννη μα έτουδα σερβίρει καλιά, κι η παρέα δώς του να γελά του σκασμού. Οι Ανωπολιώτες, επειδή τσοι'ζησα πολύ, μπορεί να έχουνε άλλους νόμους, αλλά στην παρέα και στο γλέντι όντε σμίξουνε και ευχαριστηθούνε, γίνονται άλλοι άνθρωποι, οι παλιοί δηλαδή, γιατί από τσοι νέους δεν κατέω κανένανε, αποσύρθηκα πολλά χρόνια...
Ερ: Όλα αυτά πρίν τον πόλεμο;
Απ: Ναί, μετά τον πόλεμο βγήκανε κι οι πιό νέοι, ο Μαύρος, ο Ναύτης, ο Κουτσουρέλης, ο Γαλαθιανός και πηγαίνανε αυτοί συχνά και παίζανε. Πήγαινα κι εγώ αλλά ανέβαινα εκείνα τα χρόνια πιο πολύ στην Αθήνα...
ΠΗΓΗ http://kissamoschania.blogspot.de/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου