Αρχικά ήταν τρόπος εξεύρεσης τροφής, ενώ σήμερα αποτελεί κυρίως ψυχαγωγική ενασχόληση με όλα τα στοιχεία της περιπέτειας.
Ο Οππιανός (Έλληνας ποιητής από την Κιλικία, ο οποίος έζησε στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα. Ονομαστό έγινε το ποίημα του «Κυνηγετικά» σε δακτυλικό εξάμετρο.) αρχίζει τα «Κυνηγετικά» του ως εξής:
«Εγώ επιθυμώ να τραγουδήσω τα ωραία τεχνάσματα του κυνηγιού, δεν θα μιλήσω για πολέμους, ούτε για του ’ρη τα πολύ καλά έργα. Εξύμνησε (μούσα) τις μάχες των θηρίων με τους κυνηγούς, τραγούδησε για τα είδη των σκυλιών και τα γρήγορα άλογα».
Οι Μινωίτες Κρήτες, εκτός από μεγάλοι θαλασσοπόροι και θαλασσομάχοι οι οποίοι είχαν κυριαρχήσει σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, ήταν και σπουδαίοι κυνηγοί. Ως προστάτιδες θεότητες στις κυνηγετικές τους εξορμήσεις είχαν την «πολύθηρον» Δίκτυννα και τη Βριτόμαρτιν, που αργότερα ταυτίστηκαν με την Αρτέμιδα, τη θεά του κυνηγιού.
Και οι δύο θεότητες, οι οποίες προστάτευαν και τα δάση, παριστάνονται σε νομίσματα ως κυνηγέτιδες. Το ιερό της Δίκτυννας στη Δ. Κρήτη (Δικτυνναίον] προστατευόταν από σκυλιά. Εικάζεται ότι από τα πρώιμα μινωικά χρόνια υπήρχαν τελετές μυήσεως των νέων σχετικές με τη χρήση των όπλων για κυνήγι. Τα θηράματα ήταν άφθονα. Τα περισσότερα απεικονίζονται στην κρητική ιερογλυφική γραφή γύρω στο 2.000 π.Χ. και επρόκειτο για ζαρκάδια, αγριογούρουνα, λαγούς, πέρδικες, περιστέρια κ.λπ, Ιδιαίτερα, όμως, αναπαριστάνονταν άγριες αίγες και αίγαγροι.
Στην ίδια ιερογλυφική γραφή παριστάνονται και τα όπλα για το κυνήγι (και όχι μόνο), όπως δόρατα, εγχειρίδια και βέλη τόξων. Όταν κατήλθαν οι Αχαιοί στην Κρήτη, μετά την καταστροφή της νήσου από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης γύρω στο 1450 π.Χ., επειδή συνήθιζαν να κυνηγούν έφιπποι με τόξα, άρχισε να χρησιμοποιείται κι εδώ το άλογο στο κυνήγι.
Σκύλοι εποχής
Ο Πολυδεύκης μιλάει για «πάριππους κύνας» στην Κρήτη που ήταν εκπαιδευμένοι να μην απομακρύνονται από τα άλογα αν δεν πάρουν εντολή από τον αναβάτη κυνηγό. Τα σκυλιά που ονομάζονται «πάριπποι» τρέχουν με τα άλογα δίπλα τους, ούτε πιο μπροστά ούτε πιο πίσω.
Το άλογο χρησιμοποιούταν για το κυνήγι όχι μόνο μεγάλων θηραμάτων, αλλά και μικρών.
Οταν ο λαγός έβγαινε από την κρυψώνα του, τον καταδίωκαν ταυτόχρονα ο έφιππος κυνηγός ρίχνοντας βέλη με το τόξο του και τα σκυλιά του. Αργότερα, στα βυζαντινά χρόνια, εκτός από τους έφιππους τοξότες κυνηγούς και τα σκυλιά, εξαπολύονται ταυτόχρονα εναντίον του λαγού και εξασκημένα γεράκια.
Ο Οππιανός μιλάει για τις απαραίτητες ιδιότητες των σκυλιών, ανάλογα με τα είδη των θηραμάτων:
«’λλα μεν (σκυλιά) εκγυμνάζονται για μεγάλες αποστάσεις, για το κυνήγι ζαρκαδιών, ελαφιών και του γρήγορου λαγού. ’λλα είναι ορμητικά, με δυνατή αντοχή και, αφού ορμήσουν, φονεύουν τα αδάμαστα αγριογούρουνα... Όταν όμως φτάσει στον τόπο όπου κρύβεται ο λαγός, γρήγορα ορμά, ομοιάζοντας με βέλος...».
Περίφημα ήταν τα κρητικά σκυλιά. Από τον Πολυδεύκη ονομάζονται «διάπονοι κύνες», σκυλιά δηλαδή που αντέχουν στους κόπους, δυνατά, σκληραγωγημένα. Οι αρετές αυτές ήταν απαραίτητες για τα δύσκολα εδάφη της Κρήτης, η οποία, όπως λέει ο Στράβων, είναι «ορεινή και δασεία».
Ο Ξενοφών επίσης προτρέπει τους κυνηγούς «να έχουν σκυλιά κρητικά για το κυνήγι του αγριογούρουνου». Εξαγωγή κρητικών σκυλιών γινόταν στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η ύπαρξη αγριογούρουνων στην Κρήτη μαρτυρείται μέχρι και την περίοδο της Ενετοκρατίας (1204-1669] από πολλούς περιηγητές, οι οποίοι μιλούν και για τα περίφημα, ήδη από την αρχαιότητα, δάση της. Όταν επί Τουρκοκρατίας καταστράφηκαν τα δάση της νήσου, εξαφανίστηκαν και τα αγριογούρουνα, Σε σάρδιο του 4ου π.Χ. αιώνα, που βρίσκεται στο μουσείο του Ηρακλείου, παριστάνεται ένα κρητικό σκυλί. Πρόκειται για ένα ωραιότατο ζώο, με λεπτή, μακριά κεφαλή που καταλήγει σε αιχμηρό ρύγχος, με ευρύ στήθος, στενούς λαγόνες και πόδια νευρώδη και υψηλά.
Ο Ρωμαίος πολιτικός και άνθρωπος των γραμμάτων Σενέκας (4 π.Χ,-65 μ.Χ.] στην τραγωδία του «Φαίδρα» λέει ότι «τα κρητικά σκυλιά είναι επίμονα και μαχητικά». Η ιστορικός Τamara T. Rise στο έργο της «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» αναφέρει ότι τα κρητικά σκυλιά ήταν φημισμένα για τη δυνατή όσφρηση τους. Πράγματι, στην αρχαιότητα τα σκυλιά χωρίζονταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: α) εκείνα που ήταν ικανά να παλεύουν με τα θηρία, όπως τα ινδικά, και β) στους «ιχνεύτορες» ή «ρινηλάται» (που έβρισκαν, δηλαδή, τα ίχνη των θηραμάτων με τη μύτη), όπως ήταν τα σκυλιά της Ηπείρου και ιδιαίτερα της Κρήτης.
Στην αρχαιότητα δεν νοούταν κυνηγός χωρίς κυνηγετικό σκύλο. Σε ποίημα αγνώστου Βυζαντινού ποιητή ο σκύλος ομιλεί:
«Εγώ ανατρέφομαι μέσα εις τους ανθρώπους, εις οίκους βασιλικούς και εις αυλάς ρηγάδων και εις αρχόντων κυνηγών, μεγάλων καβαλάρων και κυνηγώ ελάφια! λαγούδια και χοιρίδια, αγρίμια και αιγίδια και όσα τα τοιαύτα».
Κατά τον Πολυδεύκη, ο καλός κυνηγός πρέπει
«να είναι νέος, ευκίνητος, ταχύς, ικανός στο τρέξιμο, ορμητικός, ριψοκίνδυνος, εργατικός, πρόθυμος για εργασία, δραστήριος, να συναγωνίζεται, τολμηρός, άυπνος, να μην κουράζεται προτού τελειώσει (η κυνηγετική εξόρμηση), να μην κουράζεται προκαταβολικά και να μη σταματά προτού συλλάβει (το θήραμα)».
Σήμερα, κυρίως χάριν αστεϊσμού, λέγεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που πιάνουν τον λαγό «στο γλάκιο» (στο τρέξιμο). Κατά τη βυζαντινή περίοδο έλεγαν ότι μυθικοί ήρωες, όπως ο Διγενής Ακρίτας, έπιαναν λαγό και μάλιστα στον ανήφορο. Αλλά και για υπαρκτά πρόσωπα παραδίδεται πως είχαν αυτή την ικανότητα, όπως ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, ο οποίος «τον λαγό πολλές φορές έπιανε στο τρέξιμο».
Η χρήση του τόξου
Οι αρχαίοι Κρήτες στο κυνήγι χρησιμοποιούσαν κυρίως το τόξο. Και τούτο λόγω των επικρατούντων θηραμάτων, όπως ο λαγός και ο αίγαγρος (κρι-κρι, αγρίμι). Και η εδαφική διαμόρφωση της νήσου, όμως, ήταν καθοριστική για τη χρήση του τόξου, και μάλιστα όχι μόνο στα κυνήγια αλλά και στις μάχες. Ηδη από τον 5ο π.Χ. αι. το τόξο επικρατεί πλήρως ως όπλο στην Κρήτη.
Στους «Νόμους» του Πλάτωνα ο Κρητικός Κλεινίας λέγει: «Επειδή είναι πεδινή η κρητική γη, είναι κατάλληλη για πεζοπορίες, Γι΄ αυτό είναι ανάγκη να έχουμε ελαφρά όπλα, για να τρέχουμε γρήγορα. Και η ελαφρότητα των τόξων και των βελών θεωρείται επομένως ότι ταιριάζει προς τούτο»,
Κατά την παράδοση, στη χρήση του τόξου τους μύησε ο ίδιος ο εφευρέτης του, ο θεός Απόλλων. Οπως λέει ο Διόδωρος,
«ο Απόλλωνας δε, αφού έγινε επινοητής και του τόξου, εδίδαξε τους ντόπιους τα σχετικά με τη χρήση του. Με αυτή την ευκαιρία κατεξοχήν οι Κρήτες επόθησαν με ζήλο να μάθουν την τέχνη του τοξεύειν, ώστε το τόξο να ονομασθεί κρητικόν».
Ο πρώτος επώνυμος διάσημος Κρητικός τοξότης ήταν ο ήρωας του Τρωικού πολέμου Μηριόνης.
Γι αυτόν μιλάει ο Όμηρος στην «Ιλιάδα» και ο Αρριανός στον «Κυνηγετικό» του. Ο Μηριόνης απέδειξε την ικανότητα του στη χρήοη του τόξου στους αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας προκειμένου να τιμήσει τον αγαπημένο του φίλο Πάτροκλο, «άθλα επί Πατρόκλω». Ανάμεσα στα άλλα αγωνίσματα που έγιναν ήταν και η σκοποβολή με τόξο. Σ' αυτόν τον αγώνα τοξοβολίας πρώτευσε ο Μηριόνης, Η νίκη του έχει μεγαλύτερη αξία, διότι νίκησε τον Τεύκτρο, που ήλθε δεύτερος, ο οποίος ήταν φημισμένος τοξότης ανάμεσα στους Αχαιούς.
Όταν κατήλθαν στην Κρήτη οι Δωριείς, μεταξύ 1000-800 π.Χ., όπως λέει ο ιστορικός Εφορος, οι Κρήτες «από παιδιά ασκούνταν στην τέχνη του τοξεύειν». Και όπως συμπληρώνει ο γραμματικός Ηρακλείδης, ο εκγυμναστής των νέων ήταν υπεύθυνος «να τους οδηγεί στο κυνήγι και σε αγώνες δρόμου». Οι Κρήτες αναδείχθηκαν οι πιο ονομαστοί τοξότες ανάμεσα στους Ελληνες, και όχι μόνο. Η φήμη τους είχε απλωθεί σε όλο το γνωστό στην αρχαιότητα κόσμο. Φυσικό, λοιπόν, ήταν να διακρίνονται και ως κυνηγοί.
Βασική αρετή του αρχαίου κυνηγού και πολεμιστή ήταν η αντοχή των ποδιών και η ταχύτητα. Οπως λέει ο Αθηναίος, «οι παλαιοί εγύμναζαν τα πόδια τους ιδίως στους αγώνες δρόμου και τα κυνήγια. Οι Κρήτες ήταν καλοί κυνηγοί, γι' αυτό και ήταν ταχείς». Οι Κρήτες ολυμπιονίκες της αρχαιότητας ήταν όλοι δρομείς. Ο Αιλιανός γράφει: «Οι Κρήτες είναι επιδέξιοι τοξότες και χτυπούν τις άγριες αίγες που βόσκουν στις απόκρημνες κορυφές των βουνών».
Τόσο πολύ αγαπούσαν το κυνήγι οι Κρήτες, ώστε σε επιτύμβιες στήλες που βρέθηκαν δεν παριστάνονται μόνο πολεμιστές, αλλά και κυνηγοί με το τόξο τους και τον κυνηγετικό τους σκύλο. Σε στήλη που βρέθηκε στο Σύμη, στην επαρχία Βιάννου Ηρακλείου, παριστάνεται ο Ερμής ως τοξότης-κυνηγός. Ο Ερμής είχε την επωνυμία Κεδρίτης και Κυπαρισσίτης, ως προστάτης των μεγάλων δασών με κέδρους και κυπαρίσσια στην Κρήτη, ενώ στη γιορτή του τα Ερμαια του πρόσφεραν αίγαγρους.
Λαγοί και πέρδικες
Σήμερα στην Κρήτη οι κυρίαρχες μορφές θηραμάτων είναι ο λαγός και η πέρδικα. Ο λαγός κυνηγιέται με τη βοήθεια κυνηγετικού σκύλου και ζει 7-8 έτη. Ο Ξενοφών στον «Κυνηγετικό» του λέει: «Είναι τόσο παραγωγικός, ώστε μόλις γεννήσει συντομότατα ξαναγεννάει και αμέσως πάλι μένει έγκυος». Τα μικρά του γεννιούνται με το τρίχωμα τους και είναι έτοιμα σχεδόν αμέσως να τρέξουν. Η μητέρα τους τα φροντίζει για λίγες μόνο ημέρες κι έπειτα τα αφήνει, όχι όμως όλα μαζί, αλλά σε διαφορετικό τόπο το καθένα. Η πέρδικα της Κρήτης είναι η πετροπέρδικα. Το κυνήγι της είναι δύσκολο, γι' αυτό στα βυζαντινά χρόνια γύμναζαν γεράκια, προκειμένου να βοηθούν τους κυνηγούς στο κυνήγι της. Οι εκγυμναστές των γερακιών ονομάζονταν γερακάρηδες. Η μεγάλη αγάπη για το κυνήγι συνοδεύει έναν Κρητικό κυνηγό, ακόμη και μετά τον θάνατο του, στο παρακάτω ωραιότατο ριζίτικο τραγούδι:
«Σα δροσερέψουν τα βουνά και βασιλέψει ο ήλιος,
Βόσκεστ' αγρίμια, βόσκεστε, λαγοί βοσκολογάτε,
Μ' απόθανεν ο κυνηγός άπου σας εκυνήγα
Μ' άφηκε και παραγγελιά εις τσ' άλλους κυνηγάρους:
Παιδιά και αμ πάτε στσι λαγούς και αμ πάτε κι εις τ' αγρίμια
Περάστ' άπου το μνήμα μου και πάρετε κι εμένα
Τρεις πόρους έχουν τα βουνά κι αφήστε μου τον ένα
Αν έρθ' αγρίμι παίζω του, λαγός τόνε σκοτώνω
Και αν ει και πετροπέρδικα, παίζω τση 'γω κι εκείνης...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου