Ο Θερισμός στου κάμπου το λιοπύρι.
Ιούλιος Με τις κάψες του και τ’ αλωνίσματά του!
Ο Ιούλιος λέγεται και Αλωνάρης.
Οι κανόνες της ζωής και της επιβίωσης έδωσαν σε κάθε μήνα δικό του όνομα ανάλογα με το περιεχόμενο του και τις ασχολίες
Έτσι στην Κρήτη τον Ιούλιο τον ακούμε Αλωνάρη, γιατί τότε αλωνίζονται τα σιταρόκριθα
Θέρος τρύγος πόλεμος…
Έχει επικρατήσει ο συσχετισμός των τριών ουσιαστικών Θέρος ,Τρύγος, Πόλεμος. Και τα τρία δηλώνουν ενέργεια που δεν αναβάλλεται.Όταν τα στάχυα ωριμάσουν πρέπει να θεριστούν δίχως χρονοτριβή, γιατί υπό το βάρος του καρπού τους θα γείρουν και θα πέσουν στο χώμα με αποτέλεσμα οι σπόροι του σταριού να χαθούν, όσοι βέβαια απομείνουν από τα πουλιά ή τα ήμερα ή άγρια ζώα του τόπου.
Τις μέρες του θέρους αλλά και τις μέρες του αλωνίσματος άδειαζε το χωριό. Από βραδύς φορτώνανε στα γαϊδούρια και στα μουλάρια τα χρειαζούμενα, νερό, φαγητό, στρωσίδια, δρεπάνια και πηγαίνανε στο χωράφι, ώστε πρωί να ξεκινήσουν τη δουλειά. «όταν πρωτομπαίνουμε στο χωράφι να θερίσομε κάνομε στο σταυρό μας »
Ο ήλιος έκαιγε και τα άγανα κολλούσαν παντού. Στο κεφάλι φορούσαν άντρες και γυναίκες τσεμπέρια και μπολίδες για προφύλαξη . Το δρεπάνι ήταν το κύριο εργαλείο για το θέρισμα. Κάνανε τα θερισμένα στάχυα δεμάτια, τη θεμωνιά , τα φόρτωναν στο γάιδαρο και τα πήγαιναν στο αλώνι.
Πρώτα θερίζουνε το κριθάρι, μετά το στάρι και μετά την ταγή. « Η ταγή μεγαλώνει και κάτω απ το δεμάτι»
Τελευταίο θερίζανε το μέρος με τα πιο "ψωμωμένα" στάχυα για να στεγνώσουν πολύ καλά και να κρατήσουν τον καρπό τους ως σπόρο.
Ο αλωνισμός
« Στρώσε ύστερα τους υποταχτικούς της Δήμητρας να λιχνίσουν τ΄άγιο σιτάρι , μόλις πρωτοφανεί ο μέγας και φοβερός Ωρίωνας, σε τόπο που να πιάνει καλά ο αέρας και σε καλοστρωμένο αλώνι. Και αφού προσεχτικά μετρήσεις όλο σου το βιός σιγούρεψέτο σε αγγεία. Και όταν τους καρπούς θα έχεις πια αποθηκεύψει με ασφάλεια στο σπιτικό σου μέσα, τότε σου λέω να προμηθευτείς ένα εργένη υπηρέτη και δούλα οικονόμο δίχως παιδί γιατί η γυναίκα που έχει γίνει μάνα είναι επικίνδυνη. Να βρεις και σκύλο με δόντια κοφτερά και να τον τρέφεις δίχως τσιγγουνιές στο φαί του, να μην τύχει και σου πάρει κάποια στιγμή κανείς το βιός σου, απ αυτούς που κοιμούνται τη μέρα. Σύναξε σανό και άχυρα για να ΄χουν όλη τη χρονιά τα βόδια και τα μουλάρια σου. Κι ύστερα άφησε τους υποταχτικούς σου να χαλαρώσουν πια τα γόνατα και λύσε και τα βόδια.»(Ησιόδου : Έργα και Ημέραι, στ. 597 – 608. Μετάφραση Α.Ι.Γαβρίλη
Τα αλώνια ήταν ακαλλιέργητες εκτάσεις. Συνήθως τα φτιάχνανε σε μέρη που φυσά αέρας ώστε να διευκολύνεται το λίχνισμα. Το σχήμα τους πάντα ήταν κυκλικό. To αλώνι έπαιρνε πάντα το όνομα του ιδιοκτήτη και κατ επέκταση δημιουργούταν τοπωνύμιο.
Τα αλώνια γίνονταν περιμετρικά με όρθιες πλάκες χωμένες στη γη τη μια δίπλα στην άλλη , αφήνοντας κενό στη νοτική πλευρά για να σπρώχνουν τα άχερα και να τα βγάζουν έξω από το αλώνι, τα καθάριζαν από τα χόρτα, τα κατάβρεχαν με νερό και τα άλειφαν με κοπριά βοδιών (αραιωμένη Βουτσά -σβουνιά). Το αλώνισμα ήταν επίπονη και δύσκολη δουλειά γιατί έπρεπε να γίνεται το καταμεσήμερο με τη δυνατή ζέστη για να κόβονται τα στάχια ευκολότερα. Τα βούγια, τα μουλάρια γύριζαν ολημερίς στο αλώνι και έσερναν το βωλόσυρο. Δυο πλατιές μακρόστενες σανίδες, λίγο γυριστές μπροστά με κοφτερές πέτρες από κάτω και αργότερα με πριονωτές λάμες, που έκοβαν τα στάχια σε ψιλά άχυρα και τα ξεχώριζαν από τον καρπό. Πάνω στο βωλόσυρο, μόνιμα, έπρεπε να είναι κάποιος για να βαραίνει και να κρατά με το σχοινί τα βόδια και να τα οδηγεί γύρω γύρω στο αλώνι, ενώ συγχρόνως έριχναν και νέα δεμάτια. «έπρεπε να έχομε τ’ αμέντε μας, μη τυχόν τα βούγια κάνουν την ανάγκη τους και είχαμε το βουτσολόγο έτοιμο για να μην λερωθεί η σοδιά ειδάλλως ήπρεπε να καθαρίσομε με τα χέρια μας . Τα βόδια φορούσαν χόρτινες μουστούχες, για να μην τρώνε και καθυστερούν. Τα κοπέλια συνορίζονταν πιο θα πρωτοβγεί στο βολόσυρο μα ήκανε κάψα και κατεβαίνανε γρήγορα.»
Τα αλώνια γίνονταν περιμετρικά με όρθιες πλάκες χωμένες στη γη τη μια δίπλα στην άλλη , αφήνοντας κενό στη νοτική πλευρά για να σπρώχνουν τα άχερα και να τα βγάζουν έξω από το αλώνι, τα καθάριζαν από τα χόρτα, τα κατάβρεχαν με νερό και τα άλειφαν με κοπριά βοδιών (αραιωμένη Βουτσά -σβουνιά). Το αλώνισμα ήταν επίπονη και δύσκολη δουλειά γιατί έπρεπε να γίνεται το καταμεσήμερο με τη δυνατή ζέστη για να κόβονται τα στάχια ευκολότερα. Τα βούγια, τα μουλάρια γύριζαν ολημερίς στο αλώνι και έσερναν το βωλόσυρο. Δυο πλατιές μακρόστενες σανίδες, λίγο γυριστές μπροστά με κοφτερές πέτρες από κάτω και αργότερα με πριονωτές λάμες, που έκοβαν τα στάχια σε ψιλά άχυρα και τα ξεχώριζαν από τον καρπό. Πάνω στο βωλόσυρο, μόνιμα, έπρεπε να είναι κάποιος για να βαραίνει και να κρατά με το σχοινί τα βόδια και να τα οδηγεί γύρω γύρω στο αλώνι, ενώ συγχρόνως έριχναν και νέα δεμάτια. «έπρεπε να έχομε τ’ αμέντε μας, μη τυχόν τα βούγια κάνουν την ανάγκη τους και είχαμε το βουτσολόγο έτοιμο για να μην λερωθεί η σοδιά ειδάλλως ήπρεπε να καθαρίσομε με τα χέρια μας . Τα βόδια φορούσαν χόρτινες μουστούχες, για να μην τρώνε και καθυστερούν. Τα κοπέλια συνορίζονταν πιο θα πρωτοβγεί στο βολόσυρο μα ήκανε κάψα και κατεβαίνανε γρήγορα.»
Το λίχνισμα
Καιρό σου κάνει και λιχνάς
κι έχεις χαρά μεγάλη
μα θα γυρίσει και βοριάς
και τ΄ άχερα θα πάρει.
Εγώ το σταίνω το λαμί
πάντα με τέθοιο τρόπο
που να λιχνώ με το βορρά
λιχνώ και με το νότο
κι έχεις χαρά μεγάλη
μα θα γυρίσει και βοριάς
και τ΄ άχερα θα πάρει.
Εγώ το σταίνω το λαμί
πάντα με τέθοιο τρόπο
που να λιχνώ με το βορρά
λιχνώ και με το νότο
Όταν τελείωναν με το αλώνισμα βάζανε στη μέση στο αλώνι ένα μεγάλο σωρό καρπό και άχερα. Για το πρώτο ξεχώρισμα από τους κοντύλους χρησιμοποιούσαν τα ντυχάλια. Μετά πιάνανε τα θρηνάκια και άρχιζε το λίχνισμα πετώντας ψηλά το αλώνισμα. Ο αέρας χώριζε τον καρπό από το άχερο . ο καρπός έμενε στα πόδια του λιχνιστή και το άχερο συγκεντρωνόταν πιο πέρα.
Μετά το λίχνισμα κοσκίνιζαν το στάρι με το Βολίστη . Μετά μάζευαν τον καρπό τον έβαζαν στα σακιά το πήγαιναν στο σπίτι πήγαινε για πλύσιμο, στέγνωμα στον ήλιο ,κοσκίνισμα με το νειροκόσκοινο, καθάρισμα, και άλεσμα στο χειρόμυλο ή στον αλευρόμυλο.
Μετά το λίχνισμα κοσκίνιζαν το στάρι με το Βολίστη . Μετά μάζευαν τον καρπό τον έβαζαν στα σακιά το πήγαιναν στο σπίτι πήγαινε για πλύσιμο, στέγνωμα στον ήλιο ,κοσκίνισμα με το νειροκόσκοινο, καθάρισμα, και άλεσμα στο χειρόμυλο ή στον αλευρόμυλο.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ερχόταν στο αλώνι ο δεκατιστής , ο φοροεισπράκτορας . Μετρούσε τον καρπό και κρατούσε το ένα στα δέκα μέρη.
Και μετά την Τουρκοκρατία φορολογούσαν τα δημητριακά. Με το λεγόμενο Μουκατά. Διαβάζουμε στο πρακτικό Νο 43 της 23ης Μάιου 1948 της κοινότητας Γερακίου « Το Συμβούλιο λαβών υπ όψιν του τας ανάγκας της κοινότητας επιβάλει ομοίως φορολογίαν 2% επί των δημητριακών και οσπρίων, καθ ότι η κοινότης έχει μεγίστην ανάγκην εσόδων λόγω του ότι όλα τα έργα έχουν καταστραφεί»
Και μετά την Τουρκοκρατία φορολογούσαν τα δημητριακά. Με το λεγόμενο Μουκατά. Διαβάζουμε στο πρακτικό Νο 43 της 23ης Μάιου 1948 της κοινότητας Γερακίου « Το Συμβούλιο λαβών υπ όψιν του τας ανάγκας της κοινότητας επιβάλει ομοίως φορολογίαν 2% επί των δημητριακών και οσπρίων, καθ ότι η κοινότης έχει μεγίστην ανάγκην εσόδων λόγω του ότι όλα τα έργα έχουν καταστραφεί»
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου