Καθώς πλησιάζουν οι γιορτές, δειλά - δειλά κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες διαφημίσεις για το πατροπαράδοτο ηρακλειώτικο έθιμο της πρωτοχρονιάτικης μπουγάτσας. Ως γνωστόν, τα πιο φημισμένα μπουγατσατζίδικα της πόλης μας είναι συγκεντρωμένα στην πλατεία των Λιονταριών και όλα αναφέρουν ως έτος ίδρυσής τους το 1922, παραπέμποντας ευθέως στην έλευση των Μικρασιατών προσφύγων. Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι γνωστές στο πανελλήνιο και κανείς δεν αμφισβητεί την πολυετή προσφορά τους στην γαστρονομική παράδοση του Ηρακλείου. Ωστόσο, η χρονολογική αυτή αναφορά ίσως δημιουργήσει στους αδαείς την εσφαλμένη εντύπωση ότι η μπουγάτσα και τα σχετικά με αυτήν έθιμα, πρωτοεμφανίστηκαν στην Κρήτη μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μαρτυρίες περί του αντιθέτου συναντάμε σε πολλά κείμενα Καστρινών της παλαιάς εποχής.
Το θέμα αξιοποίησε λογοτεχνικά ο Ηρακλειώτης ηθογράφος Γ. Μαράντης (Γιώργος Καφετζάκης). Συγκεκριμένα στις πρώτες σελίδες της νουβέλας “Το Κάστρο μου” που τοποθετείται στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, βρίσκουμε τον νεαρό πρωταγωνιστή να κάθεται με την παρέα του στο καφενείο του Σαλή αγά:“Τις βραδιές αυτές του ραμαζανιού, σύχναζαν περισσότεροι χριστιανοί από άλλα βράδια για να παρακολουθήσουν την τόμπολα, το παιχνίδι που άρεσε ιδιαίτερα και παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και οι Τούρκοι και οι Χριστιανοί για τα έξυπνα καλαμπούρια που έκαναν οι εκφωνητές στα νούμερα, μα και γιατί τα κέρδη ήσαν ελκυστικά - ταψιά κανταϊφια και γαλακτομπούρεκα ή μπουγάτσες, συνοδευόμενα και σεβαστά ποσά”.
Και αν για τους μουσουλμάνους της πόλης η μπουγάτσα είχε την τιμητική της κατά το Μπαϊράμι, για τους χριστιανούς συνδεόταν με την αλλαγή του χρόνου και την εορτή των Θεοφανίων. Σε μαρτυρία του για την τελετή καταδύσεως του Σταυρού γύρω στο 1900, ο Θρασύβουλος Μαρκίδης σημειώνει:
“Η ονομαστή μπογάτσα του Ηρακλείου ήτο το καθιερωμένον και απαραίτητον σερβίρισμα εις τα καταστήματα και τας οικίας από τας οποίας παρηκολουθείτο η τελετή προσφερομένη εις το μεταξύ της καθόδου και της ανόδου της πομπής χρονικόν διάστημα”.Την πληρέστερη αναφορά στο θέμα κάνει ο αυτοδίδαχτος λογοτέχνης, μουσικός και “αγράμματος ψαράς” Γιάννης Δελιβασίλης, που διαχωρίζει τα έθιμα των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων και τοπθετεί το πιο γνωστό μπογατσατζίδικο της εποχής πολύ κοντά στη γνώριμη σε όλους θέση:
Ένας από τους καλυτερους και φημισμένους Μπογατσατζήδες της εποχής εκείνης ήταν ο Ξεϊν Εφέντης Μεμιχιάκης. Το μπουγατσατζίδικό του ήταν στ’ Αχτάρικα και δίπλα στο καπνοπωλείο των Αδελφών Βολιωτάκη (όπου σήμερα η είσοδος του Δημοτικού Μεγάρου Ηρακλείου και Βικελαίας Βιβλιοθήκης). Όλο το μήνα του Ραμαζανιού ως τη γιορτή του Μπαϊραμιού, το μπογατσατζίδικο του Μεμιχιάκη διανυκτέρευε και οι καλοφαγάδες και λιχούδηδες Καστρινοί, περίμεναν την ευκαιρία για ν’ απολαύσουν τους θαυμάσιους και με Ντερνιώτικο βούτυρο κουραμπιέδες του, τον Πολίτικο μπακλαβά, το Ατζέμικό του κανταϊφι, τον Γιαγλίδικο χαλβά τα Κετενχελβασύ κ.ά.
Ήταν αναμφισβήτητο, ότι τη φινέτσα της φημισμένης Τουρκικής ζαχαροπλαστικής την έδιναν η μαεστρία και τα πιτήσια χέρια του Μεμιχιάκη.Μαχιαλλά, μαχιαλλά...!
Βέβαια ξενυχτούσε και σε πολλές γιορτές δικές μας και μάλιστα από τις παραμονές των Χριστουγέννων ως το Νέο Έτος και πολλές φορές ως το Πάσχα.
Τότε όμως δεν έκανε άλλα γλυκά παρά μόνο μπουγάτσα για τους ξενύχτηδες και πεινασμένους κουμαρτζήδες και που όλοι χαμένοι ή κερδισμένοι έπρεπε να κρατούν στα σπίτια τους, σαν γυρνούσαν, μπογάτσα για το καλό του καινούργιου χρόνου. Ήταν σαν έθιμο, αυτοί που έχαναν όλα τους τα λεφτά στο τζόγο, να περιμένουν ώσπου να τελέψη το παιχνίδι, για να διπλαρώσουν σε κανένα συμπαίκτη τους κερδισμένο (γνωστό ή άγνωστο) για να σελεμίσουν τη μπογάτσα, όχι μόνο εκείνη που θάτρωγαν, αλλά και εκείνη που θάπαιρναν για το σπίτι τους.
Το σελέμισμα αυτό της μπογάτσας, όπως είπαμε, κανένα δεν δυσαρεστούσε. Ήταν άγραφος νόμος των κουμαρτζήδων. Πολλές φορές μάλιστα, στο παιχνίδι τύχαιναν ξένοι, κι ήταν φυσικό να μην ξέρουν το έθιμο και τους τραβούσαν να τους τρατάρουν μπορεί να πει κανείς και με το ζόρι, γιατί ντρέπονταν. Πόσες όμως φιλίες δεν δένονταν με τη ζεστή και νόστιμη μπογάτσα του Μεμιχιάκη τις Άγιες αυτές μέρες στο Κάστρο μας.Στο Ηράκλειο λοιπόν, όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην... μπογάτσα. Καλές γιορτές και καλά κέρδη σε όλους, προπάντων στους ζαχαροπλάστες που θα ξενυχτήσουν και πάλι φέτος για να τηρήσουμε εμείς το έθιμο!
Ο Ανωμερίτης
Πηγές:
Ι.Κ. Δελιβασίλης “Ο Φτηνάκης - ο Χασάν - αγάς - η μπουγάτσα”, περ. Κνωσός 13 (Μάρτιος - Απρίλιος 1955), 27-28.
Γ. Μαράντης. Στο “Κάστρο”. Κρητικό ηθογράφημα. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, 1946.
Θ. Κ. Μαρκίδης. “Η τελετή καταδύσεως του σταυρού”, περ. Κνωσός 11 (Αύγουστος 1954), 16-17.
Το θέμα αξιοποίησε λογοτεχνικά ο Ηρακλειώτης ηθογράφος Γ. Μαράντης (Γιώργος Καφετζάκης). Συγκεκριμένα στις πρώτες σελίδες της νουβέλας “Το Κάστρο μου” που τοποθετείται στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, βρίσκουμε τον νεαρό πρωταγωνιστή να κάθεται με την παρέα του στο καφενείο του Σαλή αγά:“Τις βραδιές αυτές του ραμαζανιού, σύχναζαν περισσότεροι χριστιανοί από άλλα βράδια για να παρακολουθήσουν την τόμπολα, το παιχνίδι που άρεσε ιδιαίτερα και παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και οι Τούρκοι και οι Χριστιανοί για τα έξυπνα καλαμπούρια που έκαναν οι εκφωνητές στα νούμερα, μα και γιατί τα κέρδη ήσαν ελκυστικά - ταψιά κανταϊφια και γαλακτομπούρεκα ή μπουγάτσες, συνοδευόμενα και σεβαστά ποσά”.
Και αν για τους μουσουλμάνους της πόλης η μπουγάτσα είχε την τιμητική της κατά το Μπαϊράμι, για τους χριστιανούς συνδεόταν με την αλλαγή του χρόνου και την εορτή των Θεοφανίων. Σε μαρτυρία του για την τελετή καταδύσεως του Σταυρού γύρω στο 1900, ο Θρασύβουλος Μαρκίδης σημειώνει:
“Η ονομαστή μπογάτσα του Ηρακλείου ήτο το καθιερωμένον και απαραίτητον σερβίρισμα εις τα καταστήματα και τας οικίας από τας οποίας παρηκολουθείτο η τελετή προσφερομένη εις το μεταξύ της καθόδου και της ανόδου της πομπής χρονικόν διάστημα”.Την πληρέστερη αναφορά στο θέμα κάνει ο αυτοδίδαχτος λογοτέχνης, μουσικός και “αγράμματος ψαράς” Γιάννης Δελιβασίλης, που διαχωρίζει τα έθιμα των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων και τοπθετεί το πιο γνωστό μπογατσατζίδικο της εποχής πολύ κοντά στη γνώριμη σε όλους θέση:
Ένας από τους καλυτερους και φημισμένους Μπογατσατζήδες της εποχής εκείνης ήταν ο Ξεϊν Εφέντης Μεμιχιάκης. Το μπουγατσατζίδικό του ήταν στ’ Αχτάρικα και δίπλα στο καπνοπωλείο των Αδελφών Βολιωτάκη (όπου σήμερα η είσοδος του Δημοτικού Μεγάρου Ηρακλείου και Βικελαίας Βιβλιοθήκης). Όλο το μήνα του Ραμαζανιού ως τη γιορτή του Μπαϊραμιού, το μπογατσατζίδικο του Μεμιχιάκη διανυκτέρευε και οι καλοφαγάδες και λιχούδηδες Καστρινοί, περίμεναν την ευκαιρία για ν’ απολαύσουν τους θαυμάσιους και με Ντερνιώτικο βούτυρο κουραμπιέδες του, τον Πολίτικο μπακλαβά, το Ατζέμικό του κανταϊφι, τον Γιαγλίδικο χαλβά τα Κετενχελβασύ κ.ά.
Ήταν αναμφισβήτητο, ότι τη φινέτσα της φημισμένης Τουρκικής ζαχαροπλαστικής την έδιναν η μαεστρία και τα πιτήσια χέρια του Μεμιχιάκη.Μαχιαλλά, μαχιαλλά...!
Βέβαια ξενυχτούσε και σε πολλές γιορτές δικές μας και μάλιστα από τις παραμονές των Χριστουγέννων ως το Νέο Έτος και πολλές φορές ως το Πάσχα.
Τότε όμως δεν έκανε άλλα γλυκά παρά μόνο μπουγάτσα για τους ξενύχτηδες και πεινασμένους κουμαρτζήδες και που όλοι χαμένοι ή κερδισμένοι έπρεπε να κρατούν στα σπίτια τους, σαν γυρνούσαν, μπογάτσα για το καλό του καινούργιου χρόνου. Ήταν σαν έθιμο, αυτοί που έχαναν όλα τους τα λεφτά στο τζόγο, να περιμένουν ώσπου να τελέψη το παιχνίδι, για να διπλαρώσουν σε κανένα συμπαίκτη τους κερδισμένο (γνωστό ή άγνωστο) για να σελεμίσουν τη μπογάτσα, όχι μόνο εκείνη που θάτρωγαν, αλλά και εκείνη που θάπαιρναν για το σπίτι τους.
Το σελέμισμα αυτό της μπογάτσας, όπως είπαμε, κανένα δεν δυσαρεστούσε. Ήταν άγραφος νόμος των κουμαρτζήδων. Πολλές φορές μάλιστα, στο παιχνίδι τύχαιναν ξένοι, κι ήταν φυσικό να μην ξέρουν το έθιμο και τους τραβούσαν να τους τρατάρουν μπορεί να πει κανείς και με το ζόρι, γιατί ντρέπονταν. Πόσες όμως φιλίες δεν δένονταν με τη ζεστή και νόστιμη μπογάτσα του Μεμιχιάκη τις Άγιες αυτές μέρες στο Κάστρο μας.Στο Ηράκλειο λοιπόν, όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην... μπογάτσα. Καλές γιορτές και καλά κέρδη σε όλους, προπάντων στους ζαχαροπλάστες που θα ξενυχτήσουν και πάλι φέτος για να τηρήσουμε εμείς το έθιμο!
Ο Ανωμερίτης
Πηγές:
Ι.Κ. Δελιβασίλης “Ο Φτηνάκης - ο Χασάν - αγάς - η μπουγάτσα”, περ. Κνωσός 13 (Μάρτιος - Απρίλιος 1955), 27-28.
Γ. Μαράντης. Στο “Κάστρο”. Κρητικό ηθογράφημα. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, 1946.
Θ. Κ. Μαρκίδης. “Η τελετή καταδύσεως του σταυρού”, περ. Κνωσός 11 (Αύγουστος 1954), 16-17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου