Ο ναός του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο, είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία στο κέντρο της πόλης, στην οδό 25ης Αυγούστου. Γύρω του απλώνεται μια όμορφη πλατεία με μερικά καφέ και μπαρ, η πλατεία Αγίου Τίτου.
Το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς έδιωξε τους Άραβες από την Κρήτη κάνοντάς την εκ νέου τμήμα της κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τότε πρέπει να χτίστηκε ο πρώτος ορθόδοξος ναός του Αγ. Τίτου, ώστε να αναζωπυρωθεί η χριστιανική πίστη και παράδοση στην Κρήτη, που είχε πέσει σε ύφεση λόγω της κατάκτησης από τους Αραβες πειρατές.
Ο Άγιος Τίτος ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και πρώτος επίσκοπος Κρήτης. Η πρώτη εκκλησία αφιερωμένη στο όνομά του ήταν αυτή στην παλιά πρωτεύουσα Γόρτυνα, που στέγαζε και τη μητρόπολη του νησιού μέχρι την καταστροφή της από σεισμό και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τους Άραβες (828) από τη Γόρτυνα στο Χάνδακα (Ηράκλειο).
Στο νέο ναό μετέφεραν την κάρα του Αγίου Τίτου, τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Μεσοπαντίτισσας και άλλα ιερά κειμήλια από το ναό της Γόρτυνας. Όλα αυτά με την πτώση του Ηρακλείου στους Τούρκους μεταφέρθηκαν στη Βενετία, όπου υπάρχουν και σήμερα, με εξαίρεση την κάρα του Αγίου Τίτου που επιστράφηκε στο Ηράκλειο και βρίσκεται σήμερα στο ναό.
Την περίοδο της τουρκικής κατάκτησης, ο ναός του Αγίου Τίτου παραχωρήθηκε στον βεζίρη Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή, ο οποίος τον μετέτρεψε σε τζαμί, γνωστό με το όνομα Βεζίρ τζαμί. Με το μεγάλο σεισμό του 1856 ο ναός καταστράφηκε εκ θεμελίων και ξαναχτίστηκε στη σημερινή του μορφή ως οθωμανικό τέμενος από τον αρχιτέκτονα Αθανάσιο Μούση. Ο ίδιος σχεδίασε και τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Μηνά και τους στρατώνες στην πλατεία Ελευθερίας.
Ο μιναρές του Αγίου Τίτου κατεδαφίστηκε τη δεκαετία του 1920, όταν αποχώρησαν από το Ηράκλειο οι τελευταίοι μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Σήμερα ο ναός λειτουργεί κάτω από το ορθόδοξο δόγμα και είναι αφιερωμένος στον ισαπόστολο Τίτο, μετά από εργασίες ανάπλασης το 1925 από την Εκκλησία της Κρήτης
Ό Τίτος ήταν Έλληνας στην καταγωγή, και μάλιστα από τους πιο διακεκριμένους όσον άφορα τη μόρφωση και το γένος. Έγινε χριστιανός από τον 'Απόστολο Παύλο, με τον όποιο και συνεργάστηκε για τη διάδοση του Ευαγγελίου. 'Ακολούθησε τον απ. Παύλο στη δεύτερη άνοδο του στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν επιφορτίσθηκε με αποστολή στην Κόρινθο, για να δει από κοντά την κατάσταση της εκεί Εκκλησίας. Όταν επέστρεψε συνάντησε τον απ. Παύλο στη Μακεδονία. Έπειτα μαζί του, περίπου το έτος 58, πήγαν στην Κρήτη, οπού ό απ. Παύλος κατέστησε τον Τίτο επίσκοπο για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να εγκαταστήσει σ' όλο το νησί πρεσβύτερους. Από τη δεύτερη προς Τιμόθεον επιστολή μαθαίνουμε, ότι ό Τίτος πήγε και στη Δαλματία, άγνωστο για ποιο σκοπό. Ό Παύλος έστειλε και τη γνωστή προς Τίτον επιστολή, από την οποία μαθαίνουμε, ότι ό Έλληνας μαθητής του τιτλοφορείται απ' αυτόν "τέκνον του γνήσιον". Από την επιστολή αυτή επίσης, μαθαίνουμε ότι ό Τίτος είχε λαμπρούς συνεργάτες στην Κρήτη, δηλαδή τον Ζήνα τον νομικό και τον περίφημο Άπολλώ. Ό Τίτος πέθανε στην Κρήτη, κατά το έτος 105 μετά Χριστόν.
Η εκκλησία του Αγίου Τίτου χτίσθηκε από τους Ενετούς, καταστράφηκε πολλές φορές και ξαναχτίσθηκε σαν τζαμί από τους Τούρκους, μετά την πτώση του Χάνδακα, το 1669.
Η πρώτη εκκλησί περιείχε την κάρα (κεφάλι) του Αγίου Τίτου, το οποίο φυγάδευσαν στο Βατικανό οι Ενετοί, με την έξοδο τους από το νησί εκείνη την χρονιά. Το 1966 το κειμήλιο επεστράφη στους Κρητικούς από τον Πάπα Παύλο τον 4ο, και σήμερα βρίσκεται στο μικρό παρεκκλήσι αριστερά του νάρθηκα.
Η πρώτη εκκλησί περιείχε την κάρα (κεφάλι) του Αγίου Τίτου, το οποίο φυγάδευσαν στο Βατικανό οι Ενετοί, με την έξοδο τους από το νησί εκείνη την χρονιά. Το 1966 το κειμήλιο επεστράφη στους Κρητικούς από τον Πάπα Παύλο τον 4ο, και σήμερα βρίσκεται στο μικρό παρεκκλήσι αριστερά του νάρθηκα.
Δημοκρατία Αγίου Τίτου ονομαζόταν η αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία που ανακήρυξαν στην Κρήτη το 1363 Κρήτες και Βενετοί τιμαριούχοι, όταν κατέλυσαν τη βενετική κυριαρχία. Η επανάσταση αυτή τερματίστηκε το επόμενο έτος 1364 όταν οι Ενετοί κατέλαβαν το Χάνδακα (Ηράκλειο).
Τον 13ο αιώνα με το επίσημο όνομα «Δημοκρατία Αγίου Τίτου» (στο πρότυπο του ονόματος της «Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου», της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας) ανακηρύχθηκε η Κρήτη ανεξάρτητη Χώρα.
Συγκεκριμένα από εκείνη την εποχή μέχρι τον 18ο αιώνα η Κρήτη διατελούσε υπό τη κυριαρχία των Ενετών, την δε διοίκησή της, ασκούσε η Ενετική Δημοκρατία μέσω αρμοστή που έφερε τον τίτλο Δούκας του Βασιλείου της Κρήτης, με έδρα τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Για τη μεγαλύτερη ασφάλεια η Ενετία είχε κτίσει πολλά φρούρια (κάστρα) σε διάφορες περιοχές στις οποίες και είχε εγκαταστήσει πολλούς αποίκους ως τιμαριούχους. Στη περίοδο αυτή της Ενετοκρατίας βεβαίως και δεν έπαυσαν οι επαναστάσεις κατά των Ενετών που δεν ήταν και λίγες. Μία από τις σημαντικότερες ήταν και εκείνη του 1363 η οποία είχε το χαρακτηριστικό ότι οργανώθηκε και διεξάχθηκε με τη συνεργασία των Ενετών εποίκων και του ελληνικού στοιχείου.
Αιτία της επανάστασης εκείνης ήταν ένα πλήθος από δυσαρέσκειες πρώτα των Ενετών αποίκων της Κρήτης κατά της μητροπολιτικής κυβέρνησης κυρίως από αυθαιρεσίες των εκάστοτε αρμοστών, και που εκδηλώθηκε με αφορμή μια νεότερη φορολογία για τον καθαρισμό και την εκβάθυνση του λιμένα του Χάνδακα, που για κείνη την εποχή κρίθηκε πολύ υψηλή. Έτσι οι άποικοι Ενετοί (οι οικογένειες Gradonico και Venier) υπό την ηγεσία του Οίκου των Γραδενίγων, βοηθούμενοι κυρίως από τον φιλόδοξο Κρητικό Ιωάννη Καλλέργη, ισχυρό προύχοντα της Κρήτης, που συγκρότησε ένοπλες ομάδες Κρητών, καθαίρεσαν και φυλάκισαν τον αρμοστή Δάνδολο, κατέλαβαν όλα τα φρούρια, και κήρυξαν τη Κρήτη ως ανεξάρτητη δημοκρατία. Αμέσως μετά συνήλθε 35μελής επιτροπή, ως είδος συνταγματικής συνέλευσης η οποία και κατάρτισε το καταστατικό χάρτη της νέας Πολιτείας. Σύμφωνα μ΄ εκείνο το Χάρτη η Κρήτη ανακηρύχθηκε:
"Πολιτεία αυτοκρατής, αδέσποτος, υπό σεπτήν προστασίαν Αγίου θαυματουργού Τίτου, αποστόλου και πάτρωνος της νήσου ταύτης".
Συγχρόνως καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία: "η ιερωτάτη των ιθαγενών γραικική", ενώ καταργήθηκε η σημαία της ενετικής Δημοκρατίας και συστάθηκε ενδεκαμελές εκτελεστικό Σώμα υπό τη προεδρία μέλους της οικογένειας Γραδενίγου στον οποίο και τελικά ανατέθηκε η Κυβέρνηση.
"Πολιτεία αυτοκρατής, αδέσποτος, υπό σεπτήν προστασίαν Αγίου θαυματουργού Τίτου, αποστόλου και πάτρωνος της νήσου ταύτης".
Συγχρόνως καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία: "η ιερωτάτη των ιθαγενών γραικική", ενώ καταργήθηκε η σημαία της ενετικής Δημοκρατίας και συστάθηκε ενδεκαμελές εκτελεστικό Σώμα υπό τη προεδρία μέλους της οικογένειας Γραδενίγου στον οποίο και τελικά ανατέθηκε η Κυβέρνηση.
Η Δημοκρατία του Αγίου Τίτου διατηρήθηκε μόλις 1,5 χρόνο (ακριβέστερα 16 μήνες). Όταν η Γαληνότατη Δημοκρατία πληροφορήθηκε την αποστασία του Βασιλείου (Δουκάτου) της Κρήτης απέστειλε ενισχυμένο στόλο και στρατό όπου και κατέστειλε γρήγορα την επανάσταση επαναφέροντας το πρότερο καθεστώς.
Ο Απόστολος Τίτος είναι ο οργανωτής και ο πρώτος Επίσκοπος της Εκκλησίας της Κρήτης. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζεται για πρώτη φορά περί το 49 μ.Χ. ως συνοδός του Αποστόλου Παύλου και του Βαρνάβα, στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων. Έκτοτε ακολουθεί τον Παύλο ως πιστός και αφοσιωμένος μαθητής στις αποστολικές του περιοδείες στην Ασία και την Ευρώπη. Ο Παύλος αναφέρεται στον Τίτο με εκφράσεις που μαρτυρούν το στενό σύνδεσμο των δύο ανδρών.
Τον χριστιανικό Ευαγγελισμό της Κρήτης επιχείρησε ο Παύλος περί το 62-63 μ.Χ. κατά την δεύτερη αποστολική περιοδεία του. Η παραμονή του Παύλου στην Κρήτη ήταν σύντομη και το δυσχερές έργο της οργάνωσης της πρώτης κρητικής Εκκλησίας το ανέθεσε στον Τίτο, στον οποίο γράφει "Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση, και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην " (Τίτ. α΄, 5)
Η δράση του Τίτου στην Κρήτη δεν είναι επαρκώς γνωστή, γιατί δεν σώθηκαν αρχαίες επίσημες και εξακριβωμένες πληροφορίες για την πρώτη περίοδο της Κρητικής Εκκλησίας. Στους μεταγενέστερους χρόνους δημιουργήθηκε στην Κρήτη πλούσια συναξαριακή παράδοση για τον πρώτο επίσκοπο και πάτρωνα της τοπικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, ο Τίτος ήταν Κρητικός, από γένος επισημότατο, που ανήγε την αρχή του στο μυθικό βασιλιά της Κνωσού, το Μίνωα.
Ήταν συγγενής του Ρωμαίου ανθυπάτου της νήσου Ρουστίλλου (Ρουστούλου), έλαβε γενναία μόρφωση και βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου έγινε αυτόπτης μάρτυς των παθών και της αναστάσεως του Χριστού. Ως επίσκοπος, αργότερα, στην πατρίδα του ίδρυσε εννέα επισκοπές, στην Κνωσό, την Ιεράπυτνα, την Κυδωνία, τη Χερσόνησο, την Ελεύθερνα, τη Λάμπη, την Κίσαμο, την Κάντανο, και τη Γόρτυνα. Σύμφωνα με την ίδια συναξαριακή παράδοση, ο Τίτος πέθανε σε ηλικία 94 ετών, περί το 105 μ.Χ.
Στην Γόρτυνα, που ήταν το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της νήσου, ιδρύθηκε ήδη από τις αρχές του 6ου αιώνα μεγαλοπρεπής ξυλόστεγη βασιλική, που αναδείχθηκε σε παγκρήτιο κέντρο λατρείας του Αποστόλου. Εδώ, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, φυλασσόταν και το ιερό λείψανο του. Ο ναός του Αγίου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα λατρείας σε όλη την Ανατολή.
Κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας στην Κρήτη (824 - 961), δεν έχουμε καμία πληροφορία για την λατρεία του Αγίου. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ.Χ., το πολιτικό και Θρησκευτικό κέντρο της Κρήτης μεταφέρθηκε στο Χάνδακα (Ηράκλειο), όπου κτίσθηκε πάλι μεγαλοπρεπής Μητροπολιτικός ναός αφιερωμένος στον Απόστολο Τίτο, στην ίδια θέση που και σήμερα βρίσκεται. Στο κτίσμα εκείνο είχε μεταφερθεί και η Κάρα του Αγίου.
Θεοχάρης Δετοράκης
Ο πρώτος ναός του Αποστόλου Τίτου στον Χάνδακα ήταν μονόχωρος δρομικός.
Όταν, κατά την έναρξη της ενετικής κυριαρχίας στο νησί το 1210 εγκαταστάθηκε στον ναό o Λατίνος Αρχιεπίσκοπος, φαίνεται ότι στο κτίσμα έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις. Διανοίχθηκε κυκλικός φεγγίτης στην πρόσοψη και προστέθηκε πύργος κωδωνοστασίου στη ΝΑ του γωνία. Ο ναός αυτός καταστράφηκε πριν από τα μέσα του l5ου αιώνα και επανακατασκευάσθηκε.
Το δεύτερο κτίσμα που εγκαινιάσθηκε από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης Fantino Dandolo στις 3 Ιανουαρίου του 1446, ήταν μία τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, στολισμένη με σπάνια μάρμαρα, άγιες Τράπεζες και παρεκκλήσια. Το κτίσμα αυτό, που κατά τον σεισμό του 1508 υπέστη ελαφρές ζημιές χωρίς να χάσει την μεγαλοπρέπειά του, καταστράφηκε από πυρκαγιά στις 3 Απριλίου του 1544. Από την πυρκαγιά διασώθηκαν τα ιερά λείψανα και κειμήλια του ναού, μεταξύ των οποίων η Κάρα του Aγίου Τίτου και η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας.
Το 1557 ξανακτίσθηκε άλλος ναός, του ιδίου ρυθμού με τον προηγούμενο και εξ ίσου μεγαλοπρεπής. Ο περιηγητής Kootwyck το 1598 τον ονομάζει "pulcherrima et vetustis operis basilica". Με την πτώση του Χάνδακα στους Τούρκους το 1669 τα κειμήλια του Ναού φυγαδεύθηκαν στην Βενετία. Ο ναός υπέστη εκτεταμένες μετατροπές για να λειτουργήσει ως μουσουλμανικό τέμενος, γνωστό ως Βεζύρ Τζαμί, στο όνομα του Πορθητή του Χάνδακα Ζαδέ Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή.
Ο σεισμός του 1856 μετέτρεψε και εκείνο το κτίσμα σε ερείπια. Το 1869 ο Μεγάλος Βεζύρης Ααλή Πασάς ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Αθανάσιο Μούση από τα Ταταύλα της Κωνσταντινουπόλεως, Ηπειρώτη στην καταγωγή, την ανέγερση νέου μεγαλοπρεπούς τεμένους (Γενί τζαμί) διατηρώντας όμως και το παλαιό του όνομα. Το 1922 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το κτίσμα αποδόθηκε στην Ορθόδοξη Χριστιανική λατρεία και εγκαινιάσθηκε στις 3 Μαΐου του 1925 επί Μητροπολίτου Κρήτης Τίτου Ζωγραφίδου.
Ο ναός του Αγίου Τίτου είναι ένα εκλεκτικό μνημείο με ποικίλα στοιχεία από τους ρυθμούς των μνημείων της Κωνσταντινουπόλεως. Ο ρυθμός του είναι τετρακιόνιος με τρούλο και νάρθηκα ο οποίος προστίθεται στο τετράγωνο της κάτοψής του. Στην ΝΑ γωνία του νάρθηκα είναι προσαρτημένη η βάση του μιναρέ. Εσωτερικά θυμίζει περίκεντρο κτίσμα, ενώ εξωτερικά τα επί μέρους μορφολογικά του στοιχεία απηχούν ρυθμούς της Οθωμανικής τέχνης, της επηρεασμένης και από την βυζαντινή ναοδομία. Στις αριστοτεχνικά διαρθρωμένες με καθαρές γραμμές πλευρές του κτηρίου, κυριαρχούν τα κατακόρυφα στοιχεία, διασπώντας τον όγκο του σε επίπεδα. Εξωτερικά το κτίσμα είναι κατασκευασμένο με ισόδομη από λαξευτούς πωρολίθους τοιχοποιία και κοσμείται με λιθόγλυπτη επίστεψη.
Στις15 Μαΐου 1966 έγινε η επανακομιδή της Κάρας του Αγίου Τίτου από τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, ενώ στον ναό της S.M. Della Salute της ίδιας πόλης φυλάσσεται ακόμη η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντήτισσας.
Από το 1974 μέχρι το 1988 πραγματοποιήθηκαν στο Ναό εκτεταμένες εργασίες για τη στερέωση και αποκατάστασή του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου