ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΚΡΗΤΙΚΟ - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΚΡΗΤΙΚΟ





1) Άγγελος Σικελιανός «Μήτηρ Θεού» παράλληλο για τον Κρητικό

Άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακρά φτασμένος,
με τη γαλήνια ευωδιά των κάμπων φορτωμένος.

Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου.

Και ιδές… Ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

Και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,
τ’ άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·

α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα μάγια
τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούν αρπάγια!

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα

Και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει
χλωμάδα μεγαλύτερην απ’ το μαργαριτάρι…

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι
η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!

Ποια είναι η θέση της Φύσης στο ποιητικό όραμα του Σολωμού και του Σικελιανού;

Ο Σολωμός στον Κρητικό δίνει στη φύση μια κυριαρχική λειτουργία μέσω της δραστικής παρουσίας της Φεγγαροντυμένης και της καταλυτικής επίδρασης του γλυκύτατου ήχου. Η φύση στο Σολωμό παρουσιάζεται αρχικά με την αρνητική έκφανση της τρικυμίας, που επιφέρει το ναυάγιο και δυσκολεύει την προσπάθεια του ήρωα να σώσει την αγαπημένη του, ενώ στη συνέχεια η φύση αποκτά μια επίφαση θετικότητας, με τη Φεγγαροντυμένη και το γλυκύτατο ήχο να παρουσιάζονται ως δυνάμεις θετικές για τον ήρωα, ενώ στην ουσία επιφέρουν το αποφασιστικό χτύπημα στον αγώνα του.
Η κορύφωση της προσπάθειας του Κρητικού οφείλεται στην αντίμαχη δράση της φύσης, η οποία επιχειρεί να κάμψει την αποφασιστικότητα του ήρωα, τόσο με τη θελκτική παρουσία της Φεγγαροντυμένης, όσο και με την μαγευτική επίδραση που ασκεί στον ήρωα ο γλυκύτατος ήχος. Ο Κρητικός συγκλονίζεται από την επίδραση που του ασκούν οι εκφάνσεις της φύσης, βιώνει έντονα συναισθήματα έλξης και αλλάζει βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, εξαιτίας της επαφής του με τη Φεγγαροντυμένη, αλλά και τον γλυκύτατο ήχο. Για το Σολωμό, επομένως, η φύση έχει πρωταρχική σημασία στην εξέλιξη του ποιητικού του οράματος, υπό την έννοια πως η δύναμη που θέτει σε κίνηση όλη την πλοκή του ποιήματος, αλλά και η δύναμη που καθιστά το ναυάγιο αφορμή για μια εκ βάθρων αλλαγή της υπόστασης του κεντρικού ήρωα, είναι η φύση.
Μια παρόμοια κεντρική θέση κρατά η φύση και στην ποιητική δημιουργία του Σικελιανού, ο οποίος επανειλημμένα στην ποίησή του παρουσιάζει την πρωταρχική αξία που έχει η επαφή του ανθρώπου με τη φύση. Ο Σικελιανός αισθάνεται πως βρίσκεται σ’ ένα διαρκή διάλογο, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση με τη φύση γύρω του, καθώς όχι μόνο αντλεί μια απροσμέτρητη απόλαυση από τη θέαση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά αναγνωρίζει στη φύση τη δύναμη που έχει επάνω του, την ικανότητα να τον επηρεάζει στο μέγιστο βαθμό. Όπως, δηλαδή, ο Κρητικός εγκλωβίζεται από τη μαγεία της φύσης και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο πέραν από την απόλαυση που του προσφέρει ο γλυκύτατος ήχος ή η ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, έτσι κι ο Σικελιανός, αφήνεται στην επίδραση της φύσης, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να σπάσει τους δεσμούς που τον ενώνουν με κάθε στοιχείο της φύσης γύρω του.
Ο Σικελιανός έρχεται σ’ επαφή με τη φύση, με κάθε μία από τις αισθήσεις του, ξεκινώντας με το άρωμα των κάμπων που του φέρνει ο άνεμος και που πυροδοτούν μια έντονη εσωτερική κινητικότητα, μια ψυχική δράση του ποιητή, την οποία αποκαλεί μυστική άθληση. Μυστική, υπό την έννοια ότι η επαφή του ποιητή με τη φύση, η βίωσή της, έχει μια μυστηριακή διάσταση. Ο ποιητής δίνει στην αίσθηση της φύσης μια υπόσταση μυστικιστική, την οποία αντιλαμβάνεται ως άθληση της ψυχής, ως άνοιγμα του εσωτερικού του εαυτού στο κάλεσμα και τη δύναμη της φύσης.
Ο ποιητής κοιτάζει γύρω του και βλέπει παντού μια υπέροχη ομορφιά, φτιαγμένη από τα απλούστερα υλικά της μητέρας-φύσης. Λουλούδια, σταγόνες της βροχής κι ένα παιχνίδισμα του φωτός, που δημιουργεί ποικίλους χρωματισμούς καθώς οι αχτίνες του ήλιου διαπερνούν το νερό. Εικόνες απλές για έναν βιαστικό παρατηρητή, αλλά απίστευτα δυνατές για κάποιον που βιώνει το θαύμα της φύσης, τη μυστικιστική δύναμη της πλάσης και την τελειότητα που χαρακτηρίζει το φυσικό μας περιβάλλον απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Σικελιανός αποτίνει φόρο τιμής στη μεγαλύτερη πηγή αισθητικής απόλαυσης που μας προσφέρεται στη ζωή μας, τη φύση και τα δημιουργήματά της.
Μετά την ευωδιά των κάμπων και την οπτική απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος, ο ποιητής βιώνει ακόμη πιο έντονα την επαφή του με τη φύση, καθώς η δροσιά που αντλείται από τα πλέον παγωμένα σημεία της γης, εκεί δηλαδή που το χιόνι παραμένει απείραχτο από τη ζέστη του ήλιου καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, έρχεται και κυριεύει τον ποιητή, εγκλωβίζοντας ακόμη και την καρδιά του. Ο ποιητής παραδίνεται σε κάθε στοιχείο της φύσης, ακόμη και σ’ αυτά που δεν είναι ευχάριστα στον άνθρωπο, αλλά έχουν τον ιδιαίτερο ρόλο τους στην πολύτιμη ισορροπία της φύσης. Το ψύχος διαπερνά το σώμα του ποιητή, δεσμεύει την καρδιά του κι αμέσως το αίμα του συγκεντρώνεται όλο στο νου του, στο κεφάλι του, όπως το ρουμπίνι βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του στέμματος. Με την παρομοίωση αυτή, ο Σικελιανός περιγράφει πως ξαφνικά το πρόσωπό του κοκκίνισε εξαιτίας του ψύχους που τον κυρίευσε, όπως ακριβώς το ρουμπίνι, ο κόκκινος πολύτιμος λίθος, τίθεται συνήθως στο κέντρο του στολισμού των στεμμάτων.
Το αίμα του ποιητή ανεβαίνει και συγκεντρώνεται στο κεφάλι του, αλλά γρήγορα ξεκινά και πάλι την πορεία του προς κάθε σημείο του σώματος, κάνοντας τον ποιητή να μοιάζει πιο χλωμός κι από μαργαριτάρι. Ο Σικελιανός βιώνει απόλυτα την επαφή του με τα στοιχεία της φύσης, και νιώθει μέχρι και τις κινήσεις του αίματός του, καθώς αυτό επιχειρεί να παλέψει με το ψύχος που κυρίευσε ξάφνου το σώμα του.
Η φύση δεν είναι μόνο πηγή ζωής, ζεστασιάς και ομορφιάς, είναι και πηγή θανάτου, μιας κι ο θάνατος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κύκλου της ζωής. Κάθε τι που γεννιέται πεθαίνει κι ο ποιητής το γνωρίζει καλά αυτό, ιδίως τις στιγμές που συνθέτει το ποίημα αυτό και θρηνεί για το χαμό της αδερφής του.
Η φύση γεννά το θάνατο και δίνει σε κάθε ον τη δυνατότητα να γνωρίσει τόσο τη χαρά της ζωής όσο και τον πόνο του θανάτου. Κι ο ποιητής ερχόμενος σ’ επαφή με το κρύο που πάγωσε την καρδιά του, ερχόμενος σ’ επαφή με το θάνατο, συνειδητοποιεί πως η ψυχή παραμένει ακόμη και στις στιγμές του χαμού δυνατή και σ’ επαφή με κάθε αγαπημένο μας πρόσωπο. Γι’ αυτό κι ο ποιητής αισθάνεται την ψυχή του να ακτινοβολεί και νιώθει τις ακτίνες της να βρίσκουν και να φωτίζουν το δάκρυ του σαν να είναι ένα πολύτιμο πετράδι. (Τριπλή παρουσία των πολύτιμων λίθων, ρουμπίνι, μαργαριτάρι, πετράδι.)
Μια διαδικασία αναγέννησης βιώνει ο ποιητής, που σαν τον μυθικό Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του, νιώθει την ψυχή του να κατανικά τα σκοτάδια του θρήνου και του πόνου, ακτινοβολώντας ξανά, έτοιμη να επανέλθει στη ζωή, στην απόλαυση της πολύτιμης και σύντομης ζωής.

[Για το ποίημα Μήτηρ Θεού του Σικελιανού, διαβάζουμε τα εξής στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη: Αλλά εκεί που οι διάχυτες ποιητικές δυνάμεις του Αλαφροΐσκιωτου φτάνουν σε μια έξοχη ωριμότητα και ολοκλήρωση είναι το μακρύ σχετικώς ποίημα Μήτηρ Θεού, γραμμένο το 1917 –«το πιο μουσικό ποίημα που γράφτηκε σ’ ελληνική γλώσσα μετά το θάνατο του Σολωμού» (R. Liddell). Μουσικό όχι μόνο για τη γοητεία του ρυθμού των δεκαπεντασύλλαβων διστίχων που θυμίζουν τον Κρητικό -και που ο ποιητής τα τυπώνει ξεχωρισμένα, σαν πλαστικά ολοκληρωμένες στροφές- αλλά και γιατί οι εικόνες στην αστείρευτη ροή τους διαδέχονται η μία την άλλη σαν μοτίβα μουσικά. Τρία χρόνια πριν ο Σικελιανός είχε χάσει την αδερφή του Πηνελόπη... και η καινούρια αυτή «συνείδηση» του θανάτου τον οδηγεί βαθύτερα προς την «εμπειρία του σ’ αδιάκοπη ενέργεια λειτουργούντος, γύρω και βαθιά του, Μυστηρίου». Για τον ορθόδοξο η Παναγία είναι περισσότερο η πονεμένη μητέρα του Θεού και λιγότερο η παρθένος. Η μητρική ή μητριαρχική θεότητα -όπως και οι μεγάλες θεές-μητέρες και μητέρες θεών του παρελθόντος- είναι πηγή της ζωής αλλά και του θανάτου, σε μια συνείδηση μυστική, όπως μυστικά συνδέονται στη λατρεία, το Μάρτιο, η μνήμη του Ευαγγελισμού, οι «χαιρετισμοί» της Παναγίας και το Ψυχοσσάβατο των νεκρών. Το ποίημα ανεπαίσθητα, μουσικά, περνά από τη ζεστασιά των αρχικών στίχων στην κεντρική ιδέα του θανάτου, ο πόνος της πεθαμένης αδερφής και η γλυκιά παρουσία της Μάνας του Χριστού ενώνονται μυστικά και, περασμένα, λες, από πυρό χωνευτήρι, συμπυκνώνονται σε μια οργανική ενότητα, από τις κορυφαίες στην ποίηση. Η γλώσσα, δουλεμένη στην εντέλεια, αξιοποιεί τις καλύτερες καταβολές του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, και πλούσια, αδρή, μουσική, ζωογονεί τους ωραιότερους δεκαπεντασύλλαβους που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα.]




2) Γεράσιμος Μαρκοράς «Ο Όρκος» παράλληλο για τον Κρητικό
Πλέει το καράβι αδιάκοπα, κι η Πούλια ωστόσο δείχτει,
Στον ουρανό αρμενίζοντας, πως είναι μεσονύχτι.
Όλα σιγούν. Στη θάλασσα γλυκοκοιμούντ’ οι ανέμοι,
Και κάθε αστέρι, που ψηλά φεγγοβολάει και τρέμει,
Φαίνετ’ αγγέλου σπλαχνικού προσηλωμένο βλέμμα
Στον κόσμο, που ποτίζεται πάντα με δάκρυα κι αίμα.
Κάποιο, στα βάθη της νυχτός, Πνεύμα καλό και θείο
Μ’ ελεημοσύνη θα ’γυρε τα μάτια και στο πλοίο,
Αν ένα κούρασμα γλυκό κι ύπνος αγάλια εχύθη
Σε τόσα εκεί, που λάχτιζαν, απελπισμένα στήθη.
Όλοι κοιμούνται· μοναχά δεν είναι σφαλισμένα
Δυο μάτια ουρανογάλαζα, δυο μάτια ερωτεμένα.
Ο στοχασμός, που γλήγορα θ’ αράξει στ’ ακρογιάλι,
Όπου φαντάζεται να ιδεί τον ακριβό της πάλι,
Ως έχει χρεία, της Ευδοκιάς ανάσασα δε δίνει,
Μήτε να κλείσει βλέφαρο καθόλου την αφήνει·
Πλην στον αγώνα, που ξυπνή την εβαστούσε ακόμα,
Το τρυφερό της έπεσε παραδαρμένο σώμα,
Κι εκεί που η μαύρη καταγής ακίνητη απομένει,
Στη χλόη θαρρεί του τόπου της πως είναι πλαγιασμένη.
Αν στο ροδάτο μάγουλο σιγά-σιγά τ’ αέρι
Μιαν άκρη από τα ξέπλεκα σγουρά μαλλιά της φέρει
τ’ αγαπημένου το φιλί πώς αγρικάει παντέχει,
Και νέα σε κάθε φλέβα της γλυκάδα ουράνια τρέχει.




3) Goethe: Ο ψαράς. Παράλληλο κείμενο για τον Κρητικό του Σολωμού

Στον Ψαρά του Γκαίτε, όπως και στον Κρητικό, το πνεύμα ενώνεται με τη φύση. Να σχολιάσετε πώς αναδεικνύεται αυτή η σύζευξη και στα δύο ποιήματα.

Goethe: Ο ψαράς

Κύμα κυλάει, το κύμα σπάει·
ψαράς σ’ τήν αμμουδιά
τ’ αγκίστρι σκύβει και κυττάει
με ατάραχη καρδιά.
Μα εκεί που κάθεται και ακούει,
σ’ τα δυο το κύμα σκάει
και έξαφνα μέσ’ απ’ τους αφρούς
Νεράιδα ξεπηδάει
Του τραγουδεί και του μιλεί·
Μου σέρνεις τα παιδιά
με πονηριά και δόλωμα
σ’ του Χάρου τη φωτιά;
Μα αν ήξερες πώς χαίρονται
τα ψάρια σ’ τα νερά,
θάπεφτες τώρα σ’ το βυθό
να νοιώσης τη χαρά.
Δεν παίρνει ο ήλιος από εδώ
τη χάρη, τη δροσιά
και το φεγγάρι τ’αργυρό
την τόση του ομορφιά;
Δε σε μαγεύει τ’ουρανού
το χρώμα το φαιδρό;
Δε σε τραβάει μεσ’ σ’ τη δροσιά
το διάφανο νερό;
Κύμα κυλάει, το σώμα σπάει,
τα πόδια του φιλεί·
πόθο του ανάβει και θαρρεί,
η αγάπη του μιλεί.
Του τραγουδεί και όλο του λέει·
και χάνει την καρδιά.
Τραβάει και αυτή, πέφτει και αυτός,
δεν τον ξανάειδαν πειά.

Η σύζευξη ανάμεσα στη φύση και το πνεύμα τόσο στον Κρητικό του Σολωμού, όσο και στον Ψαρά του Γκαίτε, επιτυγχάνεται με την εμφάνιση μιας γυναικείας θεϊκής μορφής. Η παρουσία της θεϊκής γυναίκας αν κι έχει διαφορετικό λειτουργικό ρόλο στα δύο αυτά ποιήματα, συνιστά πάντως και στις δύο περιπτώσεις το συνεκτικό δεσμό μεταξύ πνευματικότητας και φυσικής ύπαρξης.
Συγκεκριμένα, στον Κρητικό του Σολωμού, η φεγγαροντυμένη αποτελεί μια από τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται ο ήρωας που βρίσκεται ναυαγός στη θάλασσα και προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του. Ο Κρητικός έχει μόλις αντεπεξέλθει της τρικυμίας και καθώς η θάλασσα ηρεμεί και η γαλήνη αποκαθίσταται στη φύση, έρχεται αντιμέτωπος με τη δεύτερη δοκιμασία του, τη φεγγαροντυμένη. Η φεγγαροντυμένη δεν είναι απλώς μια όμορφη οπτασία, καθώς τότε θα του ήταν ευκολότερο να αγνοήσει την παρουσία της και θα συνέχιζε την προσπάθειά του για τη διάσωση της αρραβωνιαστικιάς του. Η φεγγαροντυμένη παρουσιάζεται από τον ποιητή ως η μορφή που συγκεντρώνει όλα όσα έχει επιθυμήσει ο Κρητικός κι αυτό είναι το στοιχείο που τον καθηλώνει. Η ομορφιά και η λάμψη της που φωτίζει τη νύχτα είναι τα πρώτα ερεθίσματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του Κρητικού, μα δε θα αρκούσαν για να συντηρήσουν το ενδιαφέρον του αν ο Κρητικός δε διαπίστωνε στην πορεία ότι η μορφή αυτή του είναι οικεία σα να τη γνωρίζει από παλιά. Ο έρωτας αναπτύσσεται ευκολότερα όταν υπάρχει η αίσθηση του οικείου και του γνώριμου, κι η γυναικεία αυτή μορφή μοιάζει να επαναφέρει μνήμες από το παρελθόν του ήρωα. Η φεγγαροντυμένη ανταποκρίνεται σε κάθε προσδοκία του νεαρού και μοιάζει να του ξυπνά μνήμες θρησκευτικότητας, μνήμες ερωτικές, καθώς και τις εσώτερες αυτές ανάγκες του ανθρώπου για επανένωση με τη μητρική αγάπη. Σε κάθε αναζήτηση της ψυχής του νεαρού, η φεγγαροντυμένη αποτελεί την απάντηση κι αυτό είναι που τον κάνει δέσμιό της. Και μάλιστα, όχι μόνο κατορθώνει να καλύπτει κάθε δυνατή ανάγκη του για πίστη, έρωτα και μητρική αγάπη, αλλά είναι σε θέση να ικανοποιήσει και τη βαθύτερη επιθυμία κάθε ανθρώπου, είναι ικανή να δει μέσα στην ψυχή του, να διαβάσει κάθε σκέψη του και να τον καταλάβει όπως δεν τον έχει καταλάβει κανείς ως τώρα. Η εσωτερική ανάγκη του Κρητικού για κατανόηση καλύπτεται από τη φεγγαροντυμένη μ’ έναν υπερβατικό τρόπο μιας κι εκείνη τον καταλαβαίνει σα να μπορεί να δει απευθείας μέσα στην καρδιά του και να ανιχνεύει κάθε φόβο και κάθε επιθυμία του. Η φεγγαροντυμένη αποτελεί για τον Κρητικό την απόλυτα εξιδανικευμένη μορφή του έρωτα και μάλιστα η μορφή της του θυμίζει ακόμη και την αγαπημένη του, γεγονός που την καθιστά ακόμη πιο ποθητή και οικεία σε αυτόν. Μπροστά σε αυτόν τον απόλυτο έρωτα ο Κρητικός είναι πρόθυμος να εγκαταλείψει τα πάντα κι είναι έτοιμος να αφήσει ως και τον ίδιο του τον εαυτό, για να μπορέσει να γίνει καλύτερος, να γίνει ικανός να ανταποκριθεί σ’ αυτό το ιδανικό κάλεσμα της φεγγαροντυμένης. Ένα δάκρυ της, η μοναδική επαφή που έχει μαζί της, είναι αρκετό για να αποδιώξει κάθε μαχητική διάθεση από τον Κρητικό, να αναιρέσει τα φονικά του ένστικτα και να τον οδηγήσει σε μια πορεία εξαγνισμού. Ο Κρητικός είναι έτοιμος να αφεθεί σε αυτό το τέλειο ταίριασμα κι είναι πρόθυμος να χάσει κάθε τι δικό του, αλλά η θεϊκή μορφή θα χαθεί, προτού μπορέσει ο νεαρός να εκδηλώσει την επιθυμία της προσέγγισης. Η απομάκρυνση της φεγγαροντυμένης, φυσικά, δεν είναι αρκετή για να την ξεχάσει ο Κρητικός κι αυτό είναι εμφανές από τις συνεχείς επαναφορές της στη μνήμη του. Οπότε η εξαφάνιση της ιδανικής αυτής μορφής δεν μπορεί να πιστωθεί πλήρως στην ψυχική δύναμη του Κρητικού, όσο στις ανάγκες της ποιητικής τέχνης του Σολωμού που θέλει να δημιουργήσει ακόμη μια δοκιμασία για τον ήρωά του.
Η φεγγαροντυμένη στον Κρητικό αποτελεί μια δοκιμασία του ηθικού χρέους του ήρωα, ο οποίος σε αυτή του την περιπέτεια οφείλει να μεταφέρει με ασφάλεια την αγαπημένη του στη στεριά. Ο ήρωας δοκιμάζεται με την εμφάνιση της γυναικείας μορφής που συγκεντρώνει όλα εκείνα που θα μπορούσε να επιθυμήσει ο νεαρός άντρας και που τον δελεάζουν να αφεθεί σε μια απόπειρα προσέγγισης, που όμως θα του στοίχιζε την απώλεια της αρραβωνιαστικιάς του. Ο Κρητικός δε θα ενδώσει στον εξιδανικευμένο αυτό πειρασμό, και θα παλέψει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση για να φτάσει στην ακτή.
Στο ποίημα του Γκαίτε η Νεράιδα εμφανίζεται για να αποδοκιμάσει τον ψαρά καθώς με την ασχολία του φέρνει το θάνατο στα αθώα πλάσματα της θάλασσας. Η μορφή της νεράιδας δε μας δίνεται με λεπτομέρειες όπως γίνεται από το Σολωμό, αλλά η ύπαρξή της λειτουργεί επίσης καταλυτικά για τα συναισθήματα του ήρωα. Ο ψαράς όταν δεχτεί το φιλί της νεράιδας θα πιστέψει πως έρχεται σ’ επαφή με τον έρωτα, με την πρωταρχική αυτή ανάγκη κάθε ανθρώπου, και θα υποκύψει στο κάλεσμα της. Ο ψαράς θα ακολουθήσει τη νεράιδα γιατί θέλει να γευτεί την πληρότητα που χαρίζει ο έρωτας στη ζωή του ανθρώπου και με τον τρόπο αυτό θα εξυπηρετήσει την αρχική επιδίωξη της νεράιδας που δεν είναι άλλη από την τιμωρία του. Η νεράιδα σε αυτό το ποίημα έρχεται να καλύψει την ανομολόγητη σκέψη του ανθρώπου ότι η επιβολή μας στα υπόλοιπα πλάσματα της φύσης αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μια μορφή εγκλήματος, το οποίο ίσως χρειαστεί να το πληρώσουμε κάποτε. Η νεράιδα έρχεται ως ο εκδικητής της φύσης και ξεγελά τον ψαρά, όπως εκείνος ξεγελά με τα δολώματά του τα ψάρια. Η νεράιδα με τα θέλγητρά της, με την υπόσχεση του έρωτα οδηγεί τον ψαρά στον θάνατο ή τουλάχιστον στην εξαφάνισή του και άρα στο σταμάτημα της φονικής του δραστηριότητας.
Η φεγγαροντυμένη λειτουργεί σαν ένας πειρασμός που θέτει μια ανυπέρβλητη δοκιμασία στον Κρητικό, που όμως διατηρεί μέσα του την προσήλωση στο χρέος του γι’ αυτό και συνεχίζει την προσπάθειά του να σώσει την αγαπημένη του, αλλά και τον εαυτό του. Η φεγγαροντυμένη είναι η φωνή που καλεί τον Κρητικό να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του, είναι η προσωποποίηση της επιθυμίας του ανθρώπου που βρίσκεται τόσο κοντά στο θάνατο να αφεθεί σε αυτόν και να πάψει να παλεύει με τα κύματα και την κούραση, να πάψει να μάχεται και να αφεθεί στο τελευταίο αγκάλιασμα με τη φύση. Κι ενώ για τον Κρητικό η φεγγαροντυμένη έρχεται ως ένα κάλεσμα της φύσης για παράδοση στο θάνατο, που όμως θα σήμαινε παράλληλα και την εγκατάλειψη της αγαπημένης κοπέλας, κάτι που τελικά ο Κρητικός αρνείται να αποδεχτεί, για τον ψαρά του Γκαίτε, η νεράιδα έρχεται ως η εκδίκηση της φύσης, που τον πολεμά με τα ίδια του τα όπλα. Η νεράιδα είναι το δόλωμα της φύσης για να τραβήξει κοντά της και προφανώς στο θάνατο, τον άνθρωπο αυτόν που με τόση δολιότητα και με ατάραχη καρδιά οδηγεί τα παιδιά της στον χαμό τους. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως οι θεϊκές μορφές επικαλούνται την ανάγκη των ηρώων για έρωτα, δίνοντάς τους την υπόσχεση μιας αγάπης απόλυτης κι αληθινής.


Πηγή: Latistor

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Post Top Ad

.............